Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

“να προσέχεις” από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Από την Αυτοεκτίμηση στον Εγωισμό” (Εκδόσεις opera)

 



Ακολουθεί ένας πολύ ενδιαφέρον διάλογος από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Από την Αυτοεκτίμηση στον Εγωισμό” (Εκδόσεις opera). Γενικότερα η συνομιλία αναφέρεται στον φόβο και την επίδρασή του στον ψυχισμό μας.

«Ο μεγάλος μου γιος είναι δεκάξι χρόνων. Τα σαββατοκύριακα μένω και κοιμάμαι στη Μαλάγα, κι αυτός βέβαια εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να βγει το βράδυ και να γυρίσει στο σπίτι λίγο πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως. Φεύγοντας, του λέω: “Πάρε με τηλέφωνο μόλις γυρίσεις σπίτι για να μην ανησυχώ”, κι εκείνος θυμώνει. Αυτό γίνεται πάντα! Ξέρω πως δεν είναι σωστό, αλλά ακούει κανείς να συμβαίνουν τόσα στον δρόμο, οπότε για να είμαι ήσυχη και να μην έχω αγωνία, του ζητάω να μου τηλεφωνεί.»

«Και για να του μάθεις να φοβάται. Αλλιώς, πώς θα μάθει κάποιος στα παιδιά του ότι πρέπει να φοβούνται; Γι’ αυτό και κάνει αυτά τα πράγματα. Ωστόσο, είναι πολύ ενδιαφέρον το παράδειγμα. Όταν διαβάζει κανείς καθημερινά στις εφημερίδες όσα γίνονται, πώς μπορεί να μη φοβηθεί για τ’ αγαπημένα του πρόσωπα; Είναι αδύνατον να μη νιώσει φόβο.»

«Είναι, όμως, απολύτως βέβαιο ότι μεταδίδει αυτόν τον φόβο και στα παιδιά του;»

«Ασφαλώς. Και ξέρεις γιατί;Έχει σημασία να το ξέρεις. Είδαμε ότι ο τρόμος είναι αυτόματη αντίδραση. Δε χρειάζεται νοημοσύνη, καθώς είναι ένα συναίσθημα που προέρχεται από την πιο ζωώδη πλευρά του ανθρώπου. Ένα ζώο βλέπει ένα άλλο μεγαλύτερο να του γρυλίζει απειλητικά και τρομάζει. Δεν είναι ανάγκη να σκεφτεί: “Θα με δαγκώσει ή δε θα με δαγκώσει; Είναι ή δεν είναι δεμένο;” Όταν πηγαίνω βόλτα τον σκύλο μου και μέσα από τα κάγκελα ενός κήπου εμφανίζεται ένας άλλος που του γρυλίζει και του γαυγίζει, ο δικός μου τρομάζει, κι όχι γιατί σκέφτεται: “Λες να πέσουν τα κάγκελα;”

»Ο τρόμος είναι φυσιολογική αντίδραση. Ωραία, λοιπόν, όταν εξελιχθεί ο τρόμος εμφανίζεται ο φόβος, που δεν είναι πια ενστικτώδης, αλλά —το είπαμε κι αυτό— νοητική αντίδραση. Αρα εμείς, τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας, δεν γεννηθήκαμε με φόβο. Γεννηθήκαμε με τη δυνατότητα να τρομάζουμε — αυτήν την ίδια δυνατότητα που έχουν ο σκύλος, η γάτα και το μικρό πουλάκι. Όλους μας τους φόβους τους μάθαμε” κανένας δεν ήταν έμφυτος. Μάθαμε να φοβόμαστε γιατί έτσι μας δίδαξαν. Και οι πρώτοι μας δάσκαλοι ήταν…»

«Ο μπαμπάς και η μαμά μας.»

«Βγάζει μάτι, ε; Αρχίζοντας με κάποια “φοβιστικά πράγματα” που εμείς οι γονείς λέμε στα παιδιά μας ατιμωρητί, όπως, για παράδειγμα: “Να προσέχεις!”»

«Γιατί είναι φοβερό να τους λες κάτι τέτοιο;»

«Γιατί το “να προσέχεις” σημαίνει “να φοβάσαι”, “ο κόσμος είναι επικίνδυνος” ή “φρόντισε να μη σου συμβεί τίποτα”. Και, πάνω απ’ όλα, γιατί υποδηλώνει ένα μακάβριο μήνυμα: “Πρόσεχε, γιατί αν σου συμβεί κάτι εγώ δε θα τ’ αντέξω”.»

«Όλα αυτά, όμως, τα λέει κάποιος για να προλάβει το κακό.»

«Ναι… Μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Ωστόσο, δεν προειδοποιεί· τρομάζει. Η πρόληψη είναι κάτι περισσότερο από θέμα συμβουλών και προειδοποιήσεων: είναι να δείξεις στον άλλον πώς έχουν τα πράγματα, να του εξηγήσεις τι μπορεί να του συμβεί και τι μπορεί να κάνει για να το αποφύγει. Το γεγονός ότι, την ώρα που φεύγω από το σπίτι, η μητέρα μου μου λέει: “Να προσέχεις, έτσι;”, δεν είναι πια ευγένεια, είναι προσπάθεια να μου φορτώσει ένα ακόμη βάρος: “Πρέπει τώρα να προσέχω, αλλιώς θα στενοχωρηθεί η μαμά μου”.»

«Όμως, αν το πεις αυτό στο παιδί με γλυκιά φωνή και με τρυφερότητα…»

«Δεν ξέρω. Πρέπει να μάθουμε να λέμε “καλή διασκέδαση” ή “καλά να περάσεις”. Αυτό είναι το καλύτερο μήνυμα. Όταν το παιδί είναι επτά χρόνων κι εσύ του λες “πρόσεξε”, αυτό μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα, αν κι εγώ προσωπικά δεν το πιστεύω. Όταν είναι δώδεκα, αυτό κατά πάσα πιθανότητα δεν του είναι πια τόσο χρήσιμο. Όταν είναι δεκαοκτώ, σίγουρα δεν του χρησιμεύει πια σε τίποτα ή του κάνει κακό. Κι αυτό το λέω με την πεποίθηση ότι αν δεν κατάφερε ο γονιός να μάθει στο παιδί του να προσέχει ως τα δώδεκα χρόνια του, δεν πιστεύω πως θα του το μάθει στα δεκαοκτώ, κι ακόμη λιγότερο αναμασώντας την αγαπημένη του φράση: “Να προσέχεις”.

»Όταν ακούει η μητέρα μου ότι θα οδηγήσω ως τη θάλασσα και μου λέει: “Να προσέχεις, μην τρέχεις, μην προσπερνάς άλλα αυτοκίνητα”, δεν είναι ότι πιστεύει πως μπορεί τώρα πια να μου μάθει κάτι τέτοιο. Η αντίδραση της δεν αφορά καν εμένα· αφορά την ίδια. Προσπαθεί να διαλύσει τους δικούς της φόβους με τη φαντασίωση ότι η προειδοποίηση της “περί φόβου”, μπορεί να λειτουργήσει ως δια μαγείας. Δηλαδή, το να προφέρει τη φράση: “Να προσέχεις”, θα επιδράσει πάνω μου προστατευτικά, κι έτσι δεν θα πάθω τίποτα.

«Ελπίζω να μη σου δημιούργησα ανησυχία ή σύγχυση. Πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας να προσέχουν, αλλά αυτό να το κάνουν για τον εαυτό τους.Το “να προσέχεις”, εμπεριέχει τη στάμπα ότι δεσμεύω τον άλλον με την ιδέα ότι πρέπει να κάνει κάτι για εκείνον που του δίνει τη συμβουλή.

»Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν να προσέχουν γι’ αυτά τα ίδια κι όχι για τους άλλους, αλλά αυτή η πραγματικά σωτήρια προσοχή κινδυνεύει να πέσει σε δεύτερη μοίρα, πίσω από το ενοχικό: “να προσέχεις” που λένε οι γονείς. Είναι ανάγκη να μπορέσουμε να καταλάβουμε πόσο πολύ αυτή μας η στάση διαμορφώνει ένα χαρακτήρα.

»Θα σου διηγηθώ κάτι για να καταλάβεις τι θέλω να πω. Μια μέρα, θα ήμουνα δώδεκα ή δεκατριών χρόνων, βγήκα βόλτα με το ποδήλατο στη γειτονιά μου. Όπως έστριβα σε μια γωνία, έπεσα, και η μανέτα του φρένου καρφώθηκε στο πόδι μου. Φορτώθηκα το ποδήλατο στην πλάτη και γύρισα σπίτι με το πόδι μου να αιμορραγεί. Στο μεταξύ, ένα μόνο πράγμα σκεφτόμουν: τι θα πάθαινε η μητέρα μου όταν θα μ’ έβλεπε! Δεν ανησυχούσα για μένα, ούτε για το αίμα, ούτε για τον πόνο. Σκεφτόμουν μόνο: “Πώς θα με δει η καημένη η μαμά μου”. Είναι παράλογο. Πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας πως η φροντίδα για τον εαυτό τους είναι από κείνα για κείνα. Γι’ αυτό ακριβώς δεν πιστεύω πως είναι καλή ιδέα το “να προσέχεις”. Σε κάθε περίπτωση, μου φαίνεται πολύ σημαντικό να μάθεις πώς να αξιοποιείς όλην αυτήν την ενέργεια στην προστασία του σώματος και της ψυχής.»

«Αυτό, όμως, δεν γίνεται μόνο με τα παιδιά. Όταν ένας φίλος μας φεύγει για το εξωτερικό, του λέμε καλόκαρδα: “Άντε, και να προσέχεις…”»

«Είδες τι σου λέω; Το συνειδητοποιείς; Κυλάει μέσα στο αίμα μας το “να προσέχεις” ή το “να φυλάς τον εαυτό σου”. Δεν είναι κάτι που προέρχεται μόνο από τη μητέρα ή τον πατέρα μας.

»Μια αρκετά ηλικιωμένη κυρία με την οποία είχα κάποτε μια συζήτηση, μου είπε πως όταν ήταν μικρή, η μητέρα της δεν της είπε ποτέ “πρόσεχε”. Τραβούσε μόνο λίγο με το δάχτυλο το κάτω της βλέφαρο και της έλεγε: “φρόνιμα”… Της είπα πως η ιστορία είναι πάντα η ίδια και δεν μετράει η λέξη αλλά η συμπεριφορά. Αν γνωρίζουμε την αγωγή που έχουν λάβει και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα παιδιά, οι σύντροφοι ή οι άνθρωποι του περιβάλλοντος μας, τότε ποιο το νόημα της φράσης, στη σκάλα του αεροπλάνου: “Θα προσέχεις αγαπούλα μου, έτσι;”. Τι υποτίθεται πως θέλει κάποιος να πετύχει μ’ αυτό; Μπορεί κάποιος να κάνει κάτι, γιατί ο άλλος του είπε την τελευταία στιγμή: “Θα προσέχεις αγαπούλα”; Δεν το νομίζω, και η αλήθεια είναι ότι δεν το πιστεύω κιόλας. Μάλιστα, σχεδόν θυμώνω όταν το σκέφτομαι. Πρέπει, όμως, να καταλάβουμε ότι αυτά τα μηνύματα της τελευταίας στιγμής δίνονται εξαιτίας της ανάγκης που έχει ο καθένας από εμάς να ξορκίσει τους φόβους του. Κανείς δε λέει “πρόσεχε”, επειδή πιστεύει ότι έτσι θα προστατεύσει τον άλλον, ούτε το λέει γιατί σκέφτεται πως ο άλλος θα προσέχει επειδή τον προειδοποίησε (κανένας δεν το πιστεύει αυτό στα σοβαρά). Δεν περνάει από το μυαλό κανενός ότι οι συμβουλές στη σκάλα του αεροπλάνου θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά του άλλου. Όπως είπαμε, κάποιος τις δίνει απλώς και μόνο για να ελέγξει τους δικούς του φόβους, και σχεδόν ποτέ από αγάπη για τον άλλον.»

«Με συγχωρείς. Δεν πιστεύεις ότι μπορεί κάποιος να ενεργήσει υποκινούμενος τόσο από τους δικούς του φόβους όσο και από την αγάπη του για τον άλλον; Γιατί πρέπει το ένα να αποκλείει το άλλο;»

«Γιατί το φορτίο των φόβων μας ακυρώνει την όποια τρυφερή συμπεριφορά μας και, επιπλέον, γιατί αυτός που μ’ αγαπάει πρέπει να θέλει να περνάω καλά, και όχι να προσέχω — ειδικά εάν δεν με έχει για εντελώς ηλίθιο. Αυτός που σου λέει “πρόσεχε”, στην ουσία σου λέει “ο κόσμος είναι επικίνδυνος”. Αυτός που σου λέει “διασκέδασε”, στην ουσία σου λέει “ο κόσμος είναι ένας τόπος χαράς”.

Ποιος σ’ αγαπάει καλύτερα;»



Πηγή: http://enallaktikidrasi.com/2014/02/horhe-bucay-na-prosexeis/#ixzz3VEWd168e

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

"Γιατί δεν μείνατε να πολεμήσετε;" "Γιατί υπάρχουν πόλεμοι δίχως νόημα"




Όταν καταλάγιασε ο θόρυβος χτες στην Αγκαλιά ρώτησα μια παρέα νεαρούς Σύριους, "γιατί δεν μείνατε να πολεμήσετε;". Καταλάβαινες από τα πρώτα λεπτά πως είχες μπροστά σου μετρημένους ανθρώπους με ζυγισμένα λόγια, με συμπεριφορά άψογη, μια συμπεριφορά που ούτε εγώ δεν ξέρω αν θα είχα μετά από τόσο κατατρεγμό. Αν κάποιος ήταν να σου πει αλήθεια, θα ήταν αυτοί.

Ένας νεαρός απάντησε: "Ήμουν στον στρατό δυο χρόνια. Τα δυο χρόνια αυτά ήταν αρκετά για να καταλάβω πως οι σφαγές που γινόταν δεν είχαν κανένα νόημα. Εγώ δεν δέχτηκα να σκοτώσω κανέναν γιατί καμιά από τις δυο πλευρές- τις τρεις - πέντε - δέκα κανείς δεν ξέρει πόσες πια πλευρές δεν μάχεται για κάποιο ιδανικό παρά για τα συμφέροντα λίγων αφεντικών και για να κάνουν το παιχνίδι των Αμερικάνων, των Γερμανών, των πολυεθνικών. Δεν έριχνα σφαίρες για την πατρίδα μου αλλά γιατί ήμουν μαριονέτα (puppet ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε) όσων θέλουν την πατρίδα μου διαλυμένη. Όποιος πάει να το πει αυτό τον σκοτώνουν, σε όποια πλευρά κι αν ανήκει. Εγώ δεν θα γίνω φονιάς για αυτούς. Η ανθρώπινη ζωή έτσι δεν έχει αξία (it was a value of nothing)".

Ο νεαρός με κοιτούσε στα μάτια και δεν κόμπιασε ούτε στιγμή. Μετέφρασε τα όσα μου είπε στην παρέα του. Ένας ακόμα με έπιασε από τον ώμο και επανέλαβε, "δεν γινόμαστε φονιάδες για το τίποτα. Κρυφτήκαμε έξι μήνες στα βουνά για να κάνουμε αντάρτικο και τότε είδαμε πως όλοι εμάς κυνηγούσαν και οι μεν και οι δε και όλοι. Άρα είχαμε δίκιο και ήθελαν να μας εξαφανίσουν. Φύγαμε και θα φτιάξουμε ξανά την πατρίδα μας, όχι όμως όπως θέλουν οι Αμερικάνοι και οι πάμπλουτοι φίλοι τους ευρωπαίοι και άραβες και οι άλλοι αλλά όπως θέλουμε εμείς. Για όλους, να ζουν όλοι μέσα ειρηνικά".

Αυτή είναι η δική μου κατάθεση σε όσους ρωτούν "γιατί δεν έμειναν να πολεμήσουν". Η απάντηση είναι απλή: γιατί υπάρχουν πόλεμοι δίχως νόημα. Ο πόλεμος αυτός είναι δίχως νόημα.



Πηγή: https://left.gr/news/giati-den-meinate-na-polemisete#sthash.pNy262hc.CD7TqbL0.dpuf

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Ψηφίζουν οι αναρχικοί; ένα κείμενο του Eduardo Colombo

To κείμενο που παρουσιάζεται εδώ αποτελεί μέρος του βιβλίου «Η βούληση του λαού – Δημοκρατία και Αναρχία» του Eduardo Colombo, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες. Ο αυθεντικός τίτλος του κειμένου είναι «Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία»

Η ψήφος και η καθολική ψηφοφορία

«Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν!» Ακούμε αρκετά συχνά αυτή τη διαβεβαίωση. Είναι αλήθεια;

Η ψήφος

Ας δούμε αρχικά τι θα πει ψηφίζω.
1. Η ψήφος είναι μια διαδικασία που επιτρέπει την έκφρα- ση μιας γνώμης ή μιας βούλησης. Στη λατινική ετυμολο- γία, votum είναι η μετοχή αορίστου του ρήματος vovere: επικαλούμαι (Λιτρέ), κάνω ευχή, δίνω ή αρνούμαι την ευχή μου. Ψηφίζοντας, παραχωρεί κανείς τη φωνή του στο σώμα των ιερέων (στις αρχαίες χριστιανικές αδελφό- τητες). Μπορεί κανείς να ψηφίσει με ποικίλους τρόπους – για παράδειγμα, κατά παραγγελία ή αυτοπροσώπως. Η ψηφοφορία, ή ψήφος, είναι μια μέθοδος που συνήθως χρησιμεύει για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας (σχετι- κής, απλής, 3/4 κ.ο.κ.). Δεν έχει νόημα παρά μόνο στις περιπτώσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη μιας πλειοψηφικής γνώμης χρειάζεται ώστε να απαντηθεί το ερώτημα που τίθεται.

2. Το να ψηφίζει, λοιπόν, κανείς σημαίνει να εκφράζει άποψη (με την ευρεία έννοια) για κάτι ή για κάποιον, γενικά με σκοπό τη συγκρότηση μιας πλειοψηφίας. Το να δίνεις την ψήφο σου μπορεί να χρησιμεύσει σε μια διαβούλευση ή σε μια εκλογή: στην τελευταία περίπτωση, αυτό επιτρέπει την επιλογή (οι λέξεις electio και eligere σημαίνουν αντίστοιχα «επιλογή» και «επιλέγω») μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων που θέτουν υποψηφιότητα για ένα θεσμικό αξίωμα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να επιλεχθεί μια στρατηγική ή, ακόμα, για να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί μια άποψη.

3. Η ψήφος χρησιμεύει για την ανάδειξη μιας πλειοψηφίας, καλώς· αλλά σε τι χρησιμεύει μια «πλειοψηφία»; Οπωσδήποτε όχι στο να έχει δίκιο. Όμως εκεί όπου διίστανται οι απόψεις πάνω σε ζητήματα επικαιρότητας ή τακτικής, εκεί όπου τα επιχειρήματα δεν πείθουν –και, γι’ άλλη μια φορά, δεν πρόκειται για ζητήματα αρχών ή αξιών– για παράδειγμα, προκειμένου να αποφασιστεί ποια μέρα θα ξεκινήσει μια απεργία ή για να διαπιστωθεί αν υπάρχει συμφωνία για την έκδοση κάποιου ειδικού τεύχους ενός περιοδικού, η απόφαση με πλειοψηφία αποδεικνύεται χρήσιμη μέθοδος.

4. Επομένως, για τους αναρχικούς, η ψήφος πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την ορθότητα μιας πλειοψηφίας.

Πρώτον: Ο νόμος της πλειοψηφίας (ευάλωτος στην κριτική και υφιστάμενος κριτική στο επίπεδο της πολιτικής φιλοσοφίας του αναρχισμού) που προσιδιάζει στην άμεση ή έμμεση δημοκρατία δεν είναι ένας «νόμος» που επιβάλλεται στους αναρχικούς: οποιαδήποτε απόφαση, οποια- δήποτε δέσμευση, πρέπει να κατακτάται ή να γίνεται δεκτή ελεύθερα.

Δεύτερον: Η ελεύθερη συμφωνία αποκλείει την τυπική πλειοψηφία που επιτυγχάνεται με την ψήφο. Αμέτρητες αποφάσεις, καταστάσεις, συνθήκες, ξεφεύγουν από οποιαδήποτε επίκληση οποιασδήποτε πλειοψηφίας. Η «πλειοψηφία» προσώπων, η πλειοψηφία μιας συνέλευσης, δεν κατέχει την αλήθεια ούτε μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει δίκιο, δεν γνωρίζει καλύτερα τι πρέπει να γίνει από εμένα, εσένα, εσάς. (Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια συνέλευση σοφών έχει τη νοημοσύνη του πιο αδύνατου από τα μέλη της.)

Τρίτον: Το να ζητά κανείς τη λήψη μιας απόφασης «με πλειοψηφία» σε θέματα που αφορούν αξίες, «αρχές», γνώσεις, είναι ανοησία. Αρνούμαι να συμμετάσχω σε μια ψηφοφορία στην οποία θα έπρεπε να αποφασιστεί αν η ελευθερία είναι προτιμότερη από την σκλαβιά ή αν η ανοσολογική θεωρία της «κλωνικής επιλογής» είναι αληθής.

Αλλά όταν έχουμε να κάνουμε με συλλογικά στρατηγικά διακυβεύματα, αν χρειάζεται να αναλάβουμε κοινές δραστηριότητες, αν χρειάζεται να συμφωνήσουμε για να επιλέξουμε μια κατεύθυνση αντί για μια άλλη –και εγώ ως άτομο δεν θεωρώ ότι αυτή η επιλογή θίγει τις αξίες μου (τις αρχές μου)–, μπορώ κάλλιστα να δεχτώ ως χρήσιμη μέθοδο τη συμμετοχή σε μια απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία.

Συμπέρασμα: Σε μια αναρχική ομάδα ή σε μια συνέλευση, αν έχει από κοινού αποφασιστεί να βγει μια απόφαση με πλειοψηφία και προσωπικά δέχομαι να συμμετάσχω στην ψηφοφορία, τότε δεσμεύομαι να τηρήσω την πλειοψηφική απόφαση (κάτι που αποτελεί κανόνα ηθικής ευ- θύνης).

Η μυστική ψηφοφορία

Η ψηφοφορία πρέπει να είναι δημόσια ή μυστική;
«Είναι μεγάλο ζήτημα», έλεγε ο Μοντεσκιέ (πρβλ. Το πνεύμα των νόμων, βιβλίο 2ο, 2) ο οποίος προσέγγιζε το πρόβλημα βασιζόμενος στον Κικέρωνα. Ο τελευταίος γράφει στο Βιβλίο Γ’ του Περί νόμων: «Το καλύτερο είναι να ψηφίζει κανείς δια βοής· μπορούμε όμως να εξασφαλίσουμε ότι αυτός θα είναι ο κανόνας;». Και μερικές σειρές παρακάτω προσθέτει: «Ποτέ ένας ελεύθερος λαός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη» ενός νόμου που να καθιερώνει τη «μυστική ψηφοφορία»· «τη ζητά με επιμονή όταν καταπιέζεται από τη δύναμη και την κυριαρχία των ισχυρών». Ο Μοντεσκιέ επιδοκιμάζει: «Αναμφίβολα, όταν ο λαός ψηφίζει, η ψήφος του πρέπει να είναι δημόσια, και αυτός πρέπει να θεωρείται ένας θεμελιώδης νόμος της δημοκρατίας».[1]

Αλλά ούτε ο Κικέρων ούτε ο Μοντεσκιέ νιώθουν κανένα θερμό πάθος για την ισότητα και βρίσκουν ελαφρυντικά για όσους επικαλούνται τη μυστική ψηφοφορία. Η μυστική ψηφοφορία, πιστεύει ο Μοντεσκιέ, προλαμβάνει τις δολοπλοκίες, όταν, σε μια αριστοκρατία το σώμα των ευγενών πρέπει να δώσει την ψήφο του, αφού «όλα γίνονται με δολοπλοκία και μηχανορραφίες μεταξύ των ισχυρών» (Λεσάζ). Αντίθετα, ο Μακιαβέλι, που είχε εντρυφήσει σε τέτοιες υποθέσεις, ήξερε ότι κάτω από τον μανδύα του μυστικού εξυφαίνονται οι φραξιονιστικές έριδες. Στις Φλωρεντινές ιστορίες (βιβλίο 7ο, ΙΙ), διαβάζουμε για τον Κόζιμο των Μεδίκων και τον Νέρι Καπόνι: «Ο Νέρι ήταν μεταξύ αυτών που είχαν κατακτήσει τη δημοτικότητά τους δια της νόμιμης οδού, με τέτοιο τρόπο ώστε είχε πολλούς φίλους αλλά ελάχιστους οπαδούς. Ο Κόζιμο (…), έχοντας κατακτήσει τη δημοτικότητά του τόσο με μυστικά μέσα όσο και στο φως της μέρας, είχε πλήθος φίλων και οπαδών».

Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τόσο παλιάς ιστορίας, η δημόσια ή μυστική ψηφοφορία παραχωρήθηκε ή θεσμοθετήθηκε από βασιλείς, τυράννους ή κυρίαρχες ολιγαρχίες, ανάλογα με την κοινωνική περίσταση ή την πολιτική συγκυρία και, προφανώς, τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων. Η κυρίαρχη αριστοκρατική ή ολιγαρχική ομάδα ελέγχει καλύτερα μια συνέλευση έξωθεν με τη δημόσια ψηφοφορία (όπως υπενθυμίζει ο Μοντεσκιέ: οι Τριάκοντα Τύραννοι των Αθηνών θέλησαν οι ψηφοφορίες των Αρεοπαγιτών να είναι δημόσιες για να τους κατευθύνουν κατά την αρέσκειά τους) και έσωθεν με τη μυστική ψηφοφορία.

Όσο πιο μεγάλη η εξουσία, τόσο πιο ακραία η μυστικότητα: Το Ιερό Κολέγιο των Καρδιναλίων συνέρχεται σε Κονκλάβιο (con clave = κλειδαμπαρωμένο) για να εκλέξει τον Πάπα.

Το προοδευτικό, σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα αντιτέθηκε αρχικά στη μυστική ψήφο γιατί διευκόλυνε την ανευθυνότητα και την υποκρισία, και δεν την έκανε δεκτή στις δικές του συνελεύσεις, όπως συνεχίζουν να πράττουν οι αναρχικοί· όμως, μπροστά στην προοδευτική κατάκτηση του λεγόμενου καθολικού εκλογικού δικαιώματος και την πραγματικότητα της καταπίεσης, της εξαθλίωσης και της εκμετάλλευσης, αναγκάστηκε να δεχτεί ότι ο μυστικός χαρακτήρας της ψήφου συνιστά προστασία για τον εργάτη ή τον αγρότη, που μπορούσε έτσι να γλιτώσει από την οργή του αφεντικού ή του φεουδάρχη, όταν αυτός έκρινε την ψήφο «μη αρεστή».

Σε μια συνέλευση, η μυστική ψήφος επιτρέπει την αποσύνδεση λόγων και έργων, άποψης και δράσης: μπορεί κανείς να εκφράζει την άποψή του δημοσίως σύμφωνα με ορθά κριτήρια και με σύνεση, και να ψηφίζει με την κάλυψη που παρέχει ο μυστικός χαρακτήρας σύμφωνα με τα πιο άμεσα συμφέροντα ή τα πιο ανομολόγητα πάθη.

Για τους αδύναμους και τους ευρισκόμενους υπό εκμετάλλευση, η μυστική ψήφος είναι μια προστασία που τους επιτρέπει να εκφράσουν μια γνώμη της οποίας την ευθύνη δεν είναι σε θέση να αναλάβουν. Για τους ελεύθερους και τους ίσους, η μυστική ψήφος είναι τροχοπέδη που τους αναγκάζει να υπολογίζουν την καχυποψία και την κατηγορία.

Με δύο λόγια, η μυστική ψήφος είναι αναγκαία για τους αδύναμους και βίτσιο των Δόγηδων και των Παπών. Στην άμεση δημοκρατία (τόσο στην αγορά της πόλεως όσο και στις συγκεντρώσεις της εκκλησίας του δήμου, ο λόγος ήταν ελεύθερος [παρρησία] και ίσος [ισηγορία], όπως και στις συνελεύσεις των Αβράκωτων ή στο επαναστατικό εργατικό κίνημα)[2], ψηφίζαν δημόσια, με ανάταση της χειρός, ενώπιον των υπολοίπων, των ίσων, των ομοίων.

Η καθολική ψηφοφορία

«Αν οι εκλογές άλλαζαν τίποτα, θα ήταν παράνομες.»
Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν! Και είναι αλήθεια: όταν πρόκειται για καθολική ψηφοφορία, οι αναρχικοί προπαγανδίζουν την επαναστατική αποχή. Ο αναρχικός αρνείται να χρησιμοποιήσει το ψηφοδέλτιο για ν’ αλλάξει κάτι ή για να συμμετάσχει στην έκφραση της «λαϊκής βούλησης», επειδή γνωρίζει ότι αυτές οι δύο αυταπάτες είναι μια τεράστια πλάνη, συστατική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Οι νοικοκυραίοι θα έπρεπε να το γνωρίζουν, αλλά δεν το ξέρουν. Ένα ελεύθερο πνεύμα δεν μπορεί παρά να εκπλαγεί κοιτάζοντας γύρω του, όπου, μολονότι συνεχώς καταπατείται και περιοδικά εξαπατείται, η εμπιστοσύνη του εκλογέα επιβιώνει σε πείσμα των επαναλαμβανόμενων απογοητεύσεων και της δικής του καθημερινής μεμψιμοιρίας.

Τα κοινοβουλευτικά σώματα διαδέχονται το ένα το άλλο, καθένα αφήνοντας πίσω του την ίδια ματαίωση, την ίδια μομφή (Σεμπαστιάν Φωρ). Και, σαν αξιοθρήνητος Σίσυφος, ο εκλογέας εξακολουθεί να ψηφίζει όποτε η πολιτική εξουσία τού ζητά να το κάνει.

Γνωρίζουμε ότι τα επιχειρήματά μας είναι ισχυρά, αλλά η λογική δεν επαρκεί. Η συνήθεια, το έθιμο, επιβάλλονται από μόνα τους, για τον λόγο ότι ο πολίτης τα βρίσκει ήδη εκεί στον κοινωνικό ιστό, τα προσλαμβάνει μό- λις γεννιέται και ακολουθεί τον νόμο που η εξουσία τού έχει ορίσει. «Όμως, οι νόμοι –έγραφε ο Μονταίν– τηρούνται από πίστη· όχι επειδή είναι δίκαιοι, αλλά επειδή είναι νόμοι. Αυτό είναι το απόκρυφο θεμέλιο της αυθεντίας τους· δεν έχουν άλλο κανένα».[3]

Το καθεστώς της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης αφαιρεί από τον λαό την ικανότητά του να φτιάχνει ή να εγκαθιδρύει τους δικούς του κανόνες. Ήδη κατά την Επανάσταση, στις απαρχές της Δημοκρατίας, η ιακωβίνικη μπουρζουαζία αντιτίθεται στο δικαίωμα των τομέων να έχουν μόνιμες συνελεύσεις.[4] «Αν οι συνελεύσεις βάσης –λέει ο Ροβεσπιέρος– συγκαλούνταν για να κρίνουν ζητήματα του κράτους, η Συμβατική Συνέλευση θα καταστρεφόταν». Οι λέξεις αυτές προκάλεσαν το ακόλουθο σχόλιο του Προυντόν: «Είναι σαφές. Αν ο λαός γίνει νομοθέτης, σε τι χρησιμεύουν οι αντιπρόσωποι; Αν κυβερνά ο ίδιος, σε τι χρησιμεύουν οι υπουργοί;».[5]

Ωστόσο, η κυβέρνηση είναι απαραίτητη, μας λένε, για να διατηρηθεί η τάξη στην κοινωνία και να διασφαλιστεί η υπακοή στην αυθεντία, ακόμη κι αν αυτή η τάξη και η υπακοή καθαγιάζουν «την υποταγή του φτωχού στον πλούσιο, του ελεύθερου χωρικού στον ευγενή, του εργάτη στο αφεντικό, του λαϊκού στον κληρικό». Εν ολίγοις, η κρατική τάξη είναι η κοινωνική ιεραρχία, η εξαθλίωση για τις μάζες, η ευμάρεια για λίγους.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που βασίζεται στην καθολική ψηφοφορία, δεν μπορεί παρά να ενδυναμώνει αυτή την ιεραρχία. Ο Μπακούνιν πίστευε ότι «ο κυβερνητικός δεσποτισμός δεν είναι ποτέ τόσο φοβερός και βίαιος όσο όταν στηρίζεται στην υποτιθέμενη αντιπροσώπευση της ψευδο-βούλησης του λαού».[6]

Γιατί όμως η καθολική ψηφοφορία δεν μπορεί να εκφράζει παρά μόνο μια ψευδο-βούληση; Επειδή εμπεριέχει μια τριπλή φενάκη, τρεις καλά κρυμμένες παγίδες.

1. Ένα άτομο (ένας πολίτης, μία πολίτης), μία ψήφος. Η αριθμητική ισότητα του συλλογικού θεσμού της καθολικής ψηφοφορίας καταφέρνει να κατασκευάσει ποικίλες αφηρημένες ενότητες –πλειοψηφία, μειοψηφία, οπαδοί της αποχής– με αφετηρία μια σειριακή τάξη η οποία διαχωρίζει, απομονώνει συγκεκριμένα και πραγματικά άτομα. Τα άτομα αυτά είναι φορείς ποικίλων κοινωνικών πρακτικών, εντάσσονται σε κοινωνικές ομάδες, συγκροτούν ένα δίκτυο συναισθηματικών και γνωστικών σχέσεων, εργασίας και δραστηριοτήτων ελεύθερου χρόνου, και αυτές οι ομάδες ενέχουν τεράστιες ανισότητες ως προς τη γνώση, τις δυνατότητες ενημέρωσης, το χρήμα. Έτσι, η αφηρημένη και τεχνητά κατασκευασμένη ενότητα που προκύπτει από την κάλπη χρησιμεύει αποκλειστικά στην επιλογή, με κόστος μικρότερο απ’ ό,τι η ανοιχτή πάλη, μεταξύ των ποικίλων πολιτικών και οικονομικών ομάδων της κυρίαρχης τάξης που μάχονται για να πάρουν τον έλεγχο της κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων, των ΜΜΕ, της κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Οι «αντιπροσωπευτικές» ολιγαρχίες που είναι γνωστές στον βιομηχανοποιημένο κόσμο με την ονομασία «δημοκρατικά καθεστώτα» στηρίζονται σε αυτή την ψευδοβούληση του λαού –αποτέλεσμα της εξίσωσης ή ομογενοποίησης που επιβάλλεται από την καθολική ψηφοφορία με την αριθμητική αφαίρεση με σκοπό τη διατήρηση της κοινωνικής ιεραρχίας και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης της συλλογικής εργασίας.

2. Η επιλογή του εκλογέα κατευθύνεται, στην πράξη, σε υποψηφίους που έχουν εκ των προτέρων επιλεγεί από τα πολιτικά κόμματα. Οι υποψήφιοι αυτοί (με εξαίρεση τις δημοτικές εκλογές μικρών πόλεων) έχουν μακρά πολιτική καριέρα, που υπαγορεύεται από τις θεσμικές απαιτήσεις αυτών των κομμάτων, και δύσκολα βλέπουμε κάποιον απείθαρχο, κάποιον αντάρτη, να φτάνει μακριά σε μια τέτοια πορεία. Τα κόμματα είναι που διαλέγουν τους «αντιπροσώπους του λαού», τα κόμματα είναι αυτά που εκλιπαρούν για τη φωνή των εκλογέων.

Η λαϊκή βούληση, έχοντας ήδη υποβαθμιστεί σε μια αριθμητική ενότητα –ο ίδιος ο λαός δεν διαβουλεύεται, δεν αποφασίζει, αυτό το καθήκον επιφυλάσσεται για τους υποτιθέμενους αντιπροσώπους του–, έχει τη δυνατότητα, προκειμένου να εκφραστεί, να επιλέξει σε τελική ανά- λυση μεταξύ δύο ή τριών πολιτικών, και επιλέγει, όπως λέμε, το μικρότερο κακό. Το να επιλέγει κανείς το μικρότερο κακό σημαίνει, λογικά, να επιλέγει πάντα το κακό. Και μπορούμε μετά να προσποιούμαστε ότι αυτό είναι η λαϊκή βούληση;

3. Η αντιπροσώπευση που προκύπτει από την καθολική ψηφοφορία είναι μια συνολική ανάθεση της εξουσίας του εκλογέα (της ικανότητάς του να αποφασίζει) στο πρόσωπο του αντιπροσώπου για τη χρονική περίοδο της εντολής. Έχουν ξεχαστεί οι απαιτήσεις των εντολέων των τομέων του Παρισιού του 1789, οι οποίοι πρόσταζαν τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους να συμμορφώνονται στη βούληση των συνελεύσεων βάσης. Έχει ξεχαστεί η κατηγορηματική εντολή του ελέγχου. Οι «συνελεύσεις βάσης» ανήκουν πλέον στα πολιτικά κόμματα (αν μπορούμε ακόμα ν’ αποκαλούμε έτσι αυτές τις συναθροίσεις που συγκαλούνται από τους κομματάρχες). Ο λαός, που θεωρείται ανήλικος, τίθεται υπό κηδεμονία. Έχει διαλέξει τον αφέντη του. Το βουλώνει μέχρι το επόμενο κάλεσμα από την πολιτική εξουσία.

Ονομάζουμε αντιπροσωπευτική ή έμμεση δημοκρατία αυτό τον θεσμό στον οποίο η βούληση του λαού έχει υπεξαιρεθεί από την αλχημεία της καθολικής ψηφοφορίας.

Ο αναρχικός δεν θέλει να παίζει θέατρο. Δεν υποκλίνεται μπροστά στη θεσμική αυθεντία.

«Οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν!»

***

Σημειώσεις:

[1] Montesquieu, Œuvres complètes, Seuil, Παρίσι 1964, σ. 534.

[2] Πρβλ. E. Colombo, «Della polis et dello spazio sociale plebeo», ό. π.

[3] Montaigne, Essais, III, XIII: «Περί εμπειρίας».

[4] Κατά τη Μεγάλη Επανάσταση, το δικαίωμα των τομέων να έχουν μόνιμες συνελεύσεις είχε διακηρυχτεί παντού στη Γαλλία από τις 25 Ιου- λίου 1792. Τον Σεπτέμβριο του 1793, με πρωτοβουλία του Δαντόν και της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας, αποφασίζεται ότι οι συνελεύσεις των τομέων δεν θα είναι πια μόνιμες, αλλά θα γίνονται μόνο δύο φορές την εβδομάδα, μεταξύ 5 και 10 το βράδυ. Οι Αβράκωτοι αγωνιστές, για να παρακάμψουν τον νόμο, αποφασίζουν τότε να δημιουργήσουν τους λαϊκούς συνεταιρισμούς και να βρίσκονται σε λαϊκές συνελεύσεις.


Όπως διαπιστώνει ο Αλμπέρ Σαμπούλ: «Δύο αντιλήψεις αντιπαρα- τίθενται: η αντίληψη των Αβράκωτων, την οποία ερμηνεύει ο Βαρλέ: ο λαός μπορεί να συγκεντρώνεται όπου και όποτε θέλει, η κυριαρχία του δεν μπορεί να περιορίζεται… Αυτή την αντίληψη περί απόλυτης λαϊκής κυριαρχίας, ούτε η Συμβατική Συνέλευση ούτε οι Επιτροπές της Κυβέρ- νησης μπορούσαν να τη δεχτούν, διαφορετικά κινδύνευε να εξουδετερω- θεί κάθε κυβερνητική δράση. Θιασώτες μιας αστικής και κοινοβουλευτικής αντίληψης, από τη στιγμή που η θεωρητική κυριαρχία του λαού είχε διακηρυχθεί και οι εξουσίες του είχαν εκχωρηθεί, του αρνούνταν αυτό το δικαίωμα εποπτείας που τόσο περιφρουρούσαν οι Αβράκωτοι». (Βλ. E. Colombo, “Della polis et dello spazio sociale plebeo», ό. π.)

[5] Pierre-Joseph Proudhon, Idée générale de la révolution au XIXe siècle, Édi- tions de la Fédération Anarchiste Française, Παρίσι 1979, σ. 119.

[6] Michel Bakounine, Étatisme et Anarchie. Œuvres complètes, Champ Libre, Παρίσι 1976, τόμος 4ος, σ. 221.






Πηγή https://risinggalaxy.wordpress.com

Ο Σύρος πρόσφυγας που έκανε τον πλανήτη να κλάψει έφτασε από την Κω στη Γερμανία

ΕΓΙΝΕ ΘΕΜΑ ΣΤΟΥΣ NEW YORK TIMES


Η φωτογραφία ενός άνδρα που κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του τα παιδιά του και ξεσπά σε κλάματα με το που πατά το έδαφος της Κω έγινε viral στο διαδίκτυο.

Στο πρόσωπο του αποτυπώθηκε το δράμα όλων των προσφύγων πολέμου της Συρίας και υπενθυμίζει σε όλους πως πίσω από τους αριθμούς- που έχουν γίνει δυσβάσταχτοι πια για το ελληνικό νησί- υπάρχουν ιστορίες απλών ανθρώπων που είχαν κάποτε τη ζωή τους και την καθημερινότητά τους.

Τη φωτογραφία του Σύρου πρόσφυγα Laith Majid να κρατά σφικτά το γιο και την κόρη του και να κλαίει σαν μικρό παιδί έβγαλε για τους New York Times ο Daniel Etter, που συγκλονισμένος από την ιστορία του- και την ιστορία χιλιάδων ανθρωπων και οικογενειών σαν και αυτόν - θέλησε να την μοιραστεί με όλους.



Όπως περιέγραψε στο Spiegel ο φωτογράφος, ο Majid με τη γυναίκα του και τα παιδιά του πέρασαν στην Κω από το Μποντρούμ της Τουρκίας με μία φουσκωτή βάρκα- χωρητικότητας τριών ατόμων- μαζί με άλλους περίπου 15 ανθρώπους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

«Ύστερα από δύο ώρες στη θάλασσα η βάρκα έχανε αέρα και το νερό έμπαινε μέσα, οι πρόσφυγες ήταν μούσκεμα όταν έφτασαν. Ήταν μεγάλη η ανακούφισή τους όταν βγήκαν με ασφάλεια. Εκείνη τη στιγμή τους ήρθαν όλα μαζί, η χαρά που τα κατάφεραν, η αγάπη για την οικογένειά τους, η θλίψη για όλα όσα είχαν συμβεί», λέει ο φωτογράφος που αυτόν τον καιρό αποτυπώνει στο φακό του το μεγάλο προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα της Μεσογείου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η γυναίκα του Majid, που δεν φαίνεται στη φωτογραφία, εργαζόταν ως δασκάλα αγγλικών.



Στη συνέχεια η οικογένεια έμεινε σε αυτοσχέδια σκηνή σε άλλη παραλία της Κω και θα επιχειρούσε να επιβιβαστεί στο «Ελευθέριος Βενιζέλος». «Αν τα κατάφεραν δεν το ξέρω», καταλήγει.

Το απόγευμα του Σαββάτου το παρακάτω τουίτ τον έδειχνε να έχει φτάσει στη Γερμανία με το εξής σχόλιο:

@Hassan_JBr 18h

They're in Germany now!
Notice how his clothes are the same..

I pray for them to have patience.






Πηγή: Ο Σύρος πρόσφυγας που έκανε τον πλανήτη να κλάψει έφτασε από την Κω στη Γερμανία [εικόνες] | iefimerida.grhttp://www.iefimerida.gr/news/222457/o-syros-prosfygas-poy-ekane-ton-planiti-na-klapsei-eftase-apo-tin-ko-sti-germania#ixzz3k4C6iakp

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Η Θεωρία του Χάους και το Φαινόμενο της Πεταλούδας










Τι είναι το χάος και η θεωρία του χάους
Στον αιώνα που μας αποχαιρέτησε τρεις ήταν οι μεγάλες επιστημονικές επαναστάσεις: η σχετικότητα, η κβαντική μηχανική και η θεωρία του Χάους. Η πρώτη βρήκε τη σχέση του χώρου και του χρόνου, η δεύτερη την αρχή της αιτιότητας και η τρίτη διερευνά την έννοια της προβλεπτικότητας, πως από παρόμοιες αρχικές υποθέσεις μπορούν να προκύψουν πολύ διαφορετικά συμπεράσματα.
Η λέξη Χάος χρησιμοποιείται με διαφορετικό τρόπο, σε διαφορετικές περιπτώσεις, από
διαφορετικούς ανθρώπους.
Άλλη η έννοια του χάους στην θρησκεία ή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία ή στην σημερινή εποχή μας (χάος = διάλυση, σύγχυση, μπάχαλο, αταξία κλπ) ή ακόμη και στην αναπαράσταση του με διάφορα σύνολα τύπου Mandelbrot και άλλη η έννοια του χάους στην επιστήμη.
Στην επιστήμη το χάος ορίζεται σαν την εξαιρετικά ευαίσθητη εξάρτηση της κίνησης από τις αρχικές συνθήκες. Η απρόσμενη μεταβολή στις αρχικές συνθήκες είναι το στοιχείο του χάους – της αταξίας- που εκδηλώνεται σε μια τακτική και σταθερή φυσική διαδικασία. Δηλαδή αναλυτικότερα, χάος είναι η χαοτική κατάσταση που προκύπτει όταν μεταβληθούν έστω και κατ’ ελάχιστο τα αρχικά δεδομένα ενός δυναμικού συστήματος. Αλλά στη νέα θέση που θα οδηγηθεί το σύστημα από έναν “ελκυστή”, θα κατακαθίσει και θα παγιωθεί σε μια θέση που όμως πάλι η προβλεψιμότητα της θα είναι αδύνατον να εκφραστεί με νόμους αιώνιους ή ντερμινιστικά.
Έτσι όμως η λέξη χάος εκφράζει κάτι κοινό για όλους: Την αστάθεια και την αταξία. Τα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή είναι πολλά. Ο καπνός του τσιγάρου που στροβιλίζεται σε πολύπλοκες και απρόβλεπτες δίνες. Η ροή του νερού που στάζει από μια βρύση. Το νερό των κυμάτων που σκάζουν πάνω σε μια ακτή. Το μελάνι που διαχέεται μέσα σε ένα ποτήρι νερού με απρόβλεπτο τρόπο. Στην αστρονομία μπορεί να έχουμε μια τυχαία μεταβολή κάποιας ιδιότητας (κλίση τροχιάς, εκκεντρότητα τροχιάς κάποιου πλανήτη κλπ). Στη βιολογία, στην κοινωνιολογία, στην οικονομία και τέλος στην ιατρική έχουμε παρόμοιες εκδηλώσεις χαοτικής συμπεριφοράς. Αλλά τα παραδείγματα δεν τελειώνουν εδώ. Το απρόβλεπτο των τιμών στο χρηματιστήριο, στα ηλεκτρικά κυκλώματα, στους χτύπους της καρδιάς, στην ροή του νερού ή του αίματος μέσα στους σωλήνες, στην μεταβολή των πληθυσμών στα πουλιά και στα φυτά είναι ορισμένοι τομείς στους οποίους συνυπάρχει το χάος.
Στην δεκαετία του 1970 οι επιστήμονες άρχισαν να προσεγγίζουν την έννοια της αταξίας. Οι μαθηματικοί, φυσικοί, φυσιολόγοι, βιολόγοι και χημικοί αναζητούσαν συνδέσεις ανάμεσα σε διαφορετικά είδη μη κανονικότητας. Μετά τις πρώτες εκπλήξεις από την χαώδη συμπεριφορά πολλών μοντέλων οι μαθηματικοί του χάους ζητήσανε να καταλάβουν τις χαοτικές κινήσεις της καθημερινής ζωής. Τις αλλαγές του καιρού. Τις διακυμάνσεις στους πληθυσμούς των αγρίων ζώων. Την εξέλιξη των τιμών στο χρηματιστήριο. Αναπαριστούν τα ανεξέλεγκτα αυτά φαινόμενα με μη-γραμμικές εξισώσεις σε Η/Υ. Κι ανακαλύπτουν την κρυφή τάξη που τα ορίζει. Έτσι οι φυσιολόγοι βρήκαν μια εκπληκτική τάξη στο χάος που αναπτύσσεται στην ανθρώπινη καρδιά, την κύρια αιτία του απρόσμενου θανάτου. Οι οικολόγοι ερεύνησαν την εμφάνιση και εξαφάνιση νομαδικών πληθυσμών εντόμων. Οι οικονομολόγοι εξέταζαν τις τιμές κάποιων προϊόντων. Οι μετεωρολόγοι εξέταζαν το σχήμα των νεφών, τις διαδρομές των αστραπών στον αέρα. Και οι αστροφυσικοί πως ομαδοποιούνται τα άστρα σε γαλαξίες. Στην αστρονομία η συνειδητοποίηση της ύπαρξης του χάους στο Ηλιακό σύστημα, παρόλο που το θεωρούσαμε ένα δυναμικό σταθερό σύστημα– προκαλεί ερωτήματα του κατά πόσο έπαιξε ρόλο το χάος στο σχηματισμό του Ηλιακού συστήματος.
Έτσι γρήγορα οι. επιστήμονες άρχισαν να μελετούν το χάος στην εφαρμοσμένη επιστήμη από την θεωρητική που μέχρι τότε έκαναν. Μπορεί όμως το χάος να χαρακτηρίζει τα μετεωρολογικά φαινόμενα, τα κοινωνικά, τα πολιτικά και τα βιολογικά δυναμικά συστήματα, αλλά από φιλοσοφικής πλευράς ζούμε σε μια όαση τάξης μέσα σ’ ένα ωκεανό χάους: Από τη μια το χάος της απροσδιοριστίας στο μικρόκοσμο και από την άλλη η χαοτική δυναμική του μακρόκοσμου, με τους πλανήτες να κινούνται σε απρόβλεπτες τροχιές. Αίφνης η κίνηση των κυμάτων που σκάνε σε μια ακτή. Η κίνηση αυτή δημιουργεί ένα άγριο κουβάρι από τροχιές και περιδινήσεις, που περιέργως όμως δεν είναι εντελώς άτακτες. Καταλήγουν να ‘χουν μια μορφή, μια υποτυπώδη γεωμετρική μορφή που οι μαθηματικοί του χάους ονομάζουν παράξενος ελκυστής (strange attractor). Ένα άλλο παράδειγμα είναι το παιχνίδι φλιπεράκι, όπου οι κινήσεις της μπάλας προσδιορίζονται ακριβώς από τους νόμους της κύλισης υπό την επίδραση της βαρύτητας και της ελαστικής κρούσης -και οι δύο πλήρως κατανοητοί-, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι μη προβλέψιμο. Μέχρι τα τέλη του προ-περασμένου αιώνα, η εύρεση της τροχιάς κάθε ουράνιου σώματος γινόταν προσεγγιστικά, με τη βοήθεια των νόμων του Νεύτωνα και Κέπλερ, αφού δεν υπήρχαν Η/Υ για περισσότερη ακρίβεια. Οι κινήσεις των πλανητών και των άλλων ουρανίων σωμάτων θεωρούνταν περιοδικές και κανονικές σαν τη κίνηση ενός τέλειου εκκρεμούς.
Στα τέλη όμως του 19ου αιώνα, ο Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος Henri Poincare (1854 – 1912), έκανε μια ανακάλυψη που έμελλε να αλλάξει τα θεμέλια της Νευτώνιας μηχανικής, και να αποτελέσει έτσι τη γέννηση ενός νέου κλάδου της επιστήμης: του Χάους. Συγκεκριμένα ο Poincare διαπίστωσε πως το πρόβλημα των τριών σωμάτων (μελέτησε το πρόβλημα του Ήλιου, της Γης και της Σελήνης) ήταν και παραμένει άλυτο. Άρα, δεν μπορεί να προβλεφθεί η τροχιά οποιουδήποτε ουράνιου σώματος που δέχεται την επίδραση δύο η περισσοτέρων άλλων σωμάτων. Η προσπάθεια λοιπόν να υπολογιστεί η τροχιά πχ του Πλούτωνα, δεν είναι δυνατή, αφού δέχεται την επίδραση του Ήλιου και άλλων οκτώ πλανητών.
Ο Poincare αποκάλυψε το χάος στο Ηλιακό σύστημα καί μαζί ανακάλυψε την απρόβλεπτη εξέλιξη ενός μη γραμμικού συστήματος. Είχε κατανοήσει πως πολύ μικρές επιδράσεις μπορούν να μεγεθυνθούν μέσω της ανάδρασης. Γι’ αυτό και διατύπωσε την άποψη “Μια ελάχιστη αιτία που διαφεύγει της προσοχής μπορεί να προκαλέσει ένα σημαντικό αποτέλεσμα”. Η γέννηση του χάους και του απρόβλεπτου ήταν γεγονός. Αλλά χρειάστηκε να περάσουν 80 χρόνια από τότε για να συνειδητοποιήσουν οι αστρονόμοι και οι υπόλοιποι επιστήμονες τη σπουδαιότητα αυτής της ανακάλυψης.
Χαοτική κίνηση
Δεν υπάρχει γενικώς αποδεκτός ορισμός της χαοτικής κίνησης. Ο πιο διαδεδομένος είναι αυτός του Devaney, που διατυπώνεται ως εξής:
Για να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά ενός συστήματος ως χαοτική, το σύστημα πρέπει να παρουσιάζει τις παρακάτω ιδιότητες:
1. πρέπει να παρουσιάζει ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές συνθήκες
2. πρέπει να είναι τοπολογικά μεταβατικό
3. το σύνολο των περιοδικών του τροχιών πρέπει να είναι πυκνό
Ευαισθησία στις αρχικές συνθήκες σημαίνει ότι δύο σημεία σε ένα τέτοιο σύστημα μπορούν να ακολουθήσουν ριζικά διαφορετικές τροχιές στον φασικό χώρο, ακόμα και αν η διαφορά στις αρχικές συνθήκες είναι εξαιρετικά μικρή. Τα συστήματα συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο μόνο όταν η αρχική διαμόρφωση είναι ακριβώς η ίδια. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται κανείς να προσδιορίσει τις αρχικές συνθήκες με απεριόριστη ακρίβεια, προκειμένου να προβλέψει πώς θα συμπεριφερθεί το σύστημα πέρα από έναν περιορισμένο “χρονικό ορίζοντα”. Στην πράξη, βέβαια, μπορούμε να προσδιορίσουμε τις αρχικές συνθήκες με περιορισμένη μόνο ακρίβεια. Μεταβατικότητα σημαίνει ότι εάν επιφέρουμε μια μετατροπή σε κάποιο διάστημα Ι1, τότε το διάστημα εκτείνεται μέχρι να επικαλύψει οποιοδήποτε άλλο δεδομένο διάστημα Ι2.Η μεταβατικότητα, τα πυκνά περιοδικά σημεία και η ευαισθησία στις αρχικές συνθήκες μπορούν να επεκταθούν σε έναν αυθαίρετο μετρικό χώρο. Ο J. Banks και οι συνεργάτες του έδειξαν το 1992 ότι στα πλαίσια ενός γενικού μετρικού χώρου, η μεταβατικότητα και τα πυκνά περιοδικά σημεία υπονοούν την ευαισθησία στις αρχικές συνθήκες.

Ο ελκυστής του Λόρεντζ

Ένας τρόπος να παρουσιάσουμε οπτικά την χαοτική κίνηση ή οποιαδήποτε άλλη κίνηση, είναι η κατασκευή ενός διαγράμματος φάσης της κίνησης. Σε ένα τέτοιο διάγραμμα υπεισέρχεται σιωπηρά ο χρόνος και σε κάθε άξονα αναπαρίσταται μια μεταβλητή της κατάστασης. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κάποιος να αναπαραστήσει την θέση ενός εκκρεμούς σε σχέση με την ταχύτητά του. Ένα εκκρεμές σε ακινησία θα σχεδιαστεί ως ένα σημείο και ένα σε περιοδική κίνηση θα σχεδιαστεί ως απλή κλειστή καμπύλη. Όταν ένα τέτοιο σχέδιο σχηματίζει κλειστή καμπύλη, η καμπύλη λέγεται τροχιά. Το εκκρεμές μπορεί να παρουσιάσει άπειρες τέτοιες τροχιές. Συχνά τα διαγράμματα φάσης αποκαλύπτουν ότι η πλειοψηφία των τροχιών καταλήγουν να πλησιάζουν ένα κοινό όριο. Το σύστημα τελικά εκτελεί την ίδια κίνηση για όλες τις αρχικές καταστάσεις σε μια περιοχή γύρω από την κίνηση, σχεδόν σαν να έλκεται το σύστημα σε αυτή την κίνηση. Μια τέτοια ελκυστική κίνηση καλείται ελκυστής του συστήματος.

Έντουαρντ Λόρεντζ

Ο Λόρεντζ και το φαινόμενο της πεταλούδας
Ο Λόρεντζ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τον καιρό. Νεαρός ακόμη, στο δυτικό Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, κρατούσε ημερολόγιο στο οποίο κατέγραφε τις καιρικές μεταβολές και τα μέγιστα και τα ελάχιστα της θερμοκρασίας. Παράλληλα τον συνάρπαζαν τα αινίγματα καί τα μαθηματικά. Τα μαθηματικά αινίγματα ήταν γι’ αυτόν πρόκληση. Του άρεσε να ασχολείται με αυτά και αφιέρωνε πολύ χρόνο, με αποτέλεσμα να αποκτήσει εξαιρετικές ικανότητες, αποφάσισε λοιπόν να γίνει μαθηματικός. Αλλά πριν ακόμη καταφέρει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Λόρεντζ κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό. Στην Αεροπορία όπου τοποθετήθηκε, μπορεί να μη χρειάζονταν μαθηματικοί, υπήρχε όμως ανάγκη για μετεωρολόγους και έτσι ο Λόρεντζ άρχισε να ασχολείται με προβλήματα που σχετίζονταν με τον καιρό. Σύντομα διαπίστωσε ότι ο καιρός είναι ένα αίνιγμα όπως πολλά από τα μαθηματικά αινίγματα που είχε επεξεργαστεί, και μέσα σε λίγο διάστημα άρχισε να ενδιαφέρεται αποκλειστικά γι’ αυτόν. Έτσι όταν απολύθηκε, γράφτηκε στο Κολέγιο Ντάρτμουθ (Dartmoyth College) απ’ όπου πήρε πτυχίο στη μετεωρολογία.
Ωστόσο, βαθιά μέσα του παρέμενε μαθηματικός και λίγα χρόνια αργότερα, όταν βρισκόταν στο Μ.Ι.Τ. διέβλεψε μία ευκαιρία σύνδεσης των μαθηματικών με τη μετεωρολογία. Η πρόγνωση του καιρού αποτελούσε πρόβλημα: οι μετεωρολόγοι ήταν μεν σε θέση να κάνουν προβλέψεις για λίγες μόνο μέρες, αλλά δεν υπήρχε ελπίδα για μία μακροπρόθεσμη πρόγνωση. Υπήρχε κάποια αιτία γι’ αυτό; Γιατί άραγε ήταν τόσο αδύνατη η πρόγνωση του καιρού; Ο μόνος τρόπος να δοθεί κάποια απάντηση ήταν να κατασκευαστεί ένα μαθηματικό μοντέλο του καιρού με εξισώσεις που θα αναπαριστούσαν μεταβολές στην θερμοκρασία, την πίεση, την ταχύτητα του ανέμου κ.ο.κ. Η πολυπλοκότητα όμως του καιρού έκανε ένα τέτοιο μοντέλο αδύνατο. Τελικά, ο Λόρεντζ επινόησε 12 εξισώσεις που περιείχαν μεγέθη όπως πίεση και θερμοκρασία και ήταν σε θέση να καταστρώσει ένα πρώτο, αδρό μοντέλο. Αλλά ακόμη και έτσι, οι απαραίτητοι υπολογισμοί ήταν πολύπλοκοι.
Εκείνη την εποχή είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Στα 1960, οι υπολογιστές ήταν ακόμη άκομψα περίεργα μηχανήματα όπου αποτελούνταν από εκατοντάδες λυχνίες κενού που υπερθερμαίνονταν εύκολα, με αποτέλεσμα οι βλάβες να είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Όταν όμως λειτουργούσαν ήταν πραγματικό θαύμα: εκτελούσαν εκατοντάδες υπολογισμούς το λεπτό. Ο υπολογιστής του Λόρεντζ ήταν ένας Royal McBee. Αν και αργός και χοντροκομμένος, ήταν γι’ αυτόν αναντικατάστατος. Ο Λόρεντζ παρακολουθούσε ανυπόμονα τη μηχανή να παράγει συνεχώς αριθμούς που αναπαριστούσαν διάφορα χαρακτηριστικά του καιρού. Επρόκειτο για μία περίπλοκη μηχανή, που δημιουργούσε καιρικές συνθήκες μέρα με τη μέρα, συνθήκες που μεταβάλλονταν και που δεν φαίνεται ποτέ να επαναλαμβάνονταν.
Αλλά ο Λόρεντζ δεν ήταν ικανοποιημένος: δεν μάθαινε για την μακροπρόθεσμη πρόγνωση του καιρού όσα είχε ελπίσει, και έτσι απλοποίησε το σύνολο των εξισώσεών του, επικεντρώνοντας στα φαινόμενα μεταφοράς και στα μεταφορικά ρεύματα-ένα από τα χαρακτηριστικά του καιρού. Μεταφορικά ρεύματα υπάρχουν παντού γύρω μας. Ο θερμός αέρας ανεβαίνει, ενώ ο ψυχρός κατεβαίνει αυτό συμβαίνει κάθε μέρα στην ατμόσφαιρα και το αποτέλεσμα είναι η βροχή, το χιόνι ο άνεμος και άλλα. Κατά τον Λόρεντζ τα μεταφορικά ρεύματα ήταν κυκλικά. Ψυχρός αέρας κατέβαινε από την κορυφή της ατμόσφαιρας προς ένα σημείο του κύκλου, ενώ ο θερμός ανέβαινε από περιοχές κοντά στην επιφάνεια της Γης προς την άλλη πλευρά του κύκλου. Ο Λόρεντζ κατέληξε σε τρεις, φαινομενικά απλές, εξισώσεις που αναπαριστούσαν το φαινόμενο της μεταφοράς. Ο Λόρεντζ τις έβαλε στον υπολογιστή και έλαβε πάλι ένα πλήθος από αριθμούς που αναπαριστούσαν κάποια χαρακτηριστικά του καιρού. Έθεσε κατόπιν τα σημεία αυτά σε μία γραφική παράσταση και έτσι προέκυψε μία συνεχής γραμμή. Ο Λόρεντζ ήθελε να διαπιστώσει κατά πόσο μια μακροπρόθεσμη πρόγνωση ήταν δυνατή.
Εκείνη την εποχή μόλις είχαν αρχίσει να κατασκευάζονται γρήγοροι υπολογιστές με μεγάλη μνήμη και λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν τεθεί σε τροχιά οι πρώτοι δορυφόροι. Μια νέα εποχή φαινόταν να ανατέλλει. Υπήρχε η δυνατότητα παγκόσμιας πρόγνωσης του καιρού, και με τη βοήθεια αρκετά μεγάλων υπολογιστών αναμενόταν πρόγνωση για διάστημα αρκετών μηνών, πράγμα που ήταν όνειρο πολλών ανθρώπων. Υπήρχε κάποιο εμπόδιο; Ο Λόρεντζ ήταν σίγουρος ότι το μοντέλο του θα έδινε κάποια απάντηση σε αυτό το ερώτημα και θα βοηθούσε στη διευκρίνιση των προβλημάτων που ίσως ανέκυπταν, δεν μπορούσε όμως να φανταστεί πόσο σημαντικό θα αποδεικνυόταν. Κάθε μέρα εξέταζε τα σχήματα που κατασκεύαζε ο υπολογιστής του και που έμοιαζαν να είναι τυχαία. Παρατηρώντας ένα από αυτά μια μέρα του 1961, αποφάσισε να το επαναλάβει. Εισήγαγε τα αριθμητικά αποτελέσματα στον υπολογιστή ως αρχικές συνθήκες, περιμένοντας ότι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Πράγματι, αρχικά (για λίγες μέρες) τα αποτελέσματα ήταν αρκετά όμοια, σύντομα όμως άρχισαν να αποκλίνουν και προς μεγάλη του έκπληξη μετά από λίγο οι δύο γραμμές απείχαν τόσο η μία από την άλλη, που δεν υπήρχε μεταξύ τους καμία ομοιότητα. Το αρχικό αποτέλεσμα όχι απλώς δεν είχε αναπαραχθεί, αλλά ούτε καν έμοιαζε με το καινούριο. Ο Λόρεντζ επανέλαβε την προσπάθεια χωρίς επιτυχία. Ίσως υπήρχε κάποιο μικρό λάθος στα αρχικά δεδομένα, σκέφτηκε, ίσως τα δεδομένα που είχαν εισαγάγει να ήταν ελαφρώς διαφορετικά από τα αρχικά. Όμως ακόμη και έτσι από την εποχή του Νεύτωνα ήταν γνωστό ότι τα μικρά σφάλματα είχαν μικρές επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή, οι επιπτώσεις ήταν τεράστιες. Ουσιαστικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν υπήρχε η παραμικρή ομοιότητα με το αρχικό αποτέλεσμα. Ο Λόρεντζ αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να έχει προκύψει το σφάλμα. Συνειδητοποίησε λοιπόν ότι ενώ ο υπολογιστής εκτελούσε πράξεις χρησιμοποιώντας έξι σημαντικά ψηφία τύπωνε μόνο τα τρία (λ.χ., στον αριθμό 0,785432 τύπωνε 0,785). Ο Λόρεντζ έβαλε πάλι στον υπολογιστή τα τρία ψηφία εισάγοντας ένα σφάλμα λίγων χιλιοστών. Όμως, πώς ένα τόσο μικρό σφάλμα μπορούσε να έχει τέτοιες συνταρακτικές επιπτώσεις; Ο Λόρεντζ γνώριζε ότι βρισκόταν κοντά σε κάτι πολύ σημαντικό.
Η συνολική εικόνα που είχε επίσης πάρει στο χώρο των φάσεων ήταν μια έκπληξη: έμοιαζε με τα φτερά μιας πεταλούδας. Αφού σχεδίασε αρκετές χιλιάδες σημεία, προέκυψαν δύο λοβοί που έμοιαζαν με το αριστερό φτερό της πεταλούδας, και πέντε που έμοιαζαν με το δεξί. Σήμερα, η εικόνα αυτή είναι γνώστη ως το φαινόμενο της πεταλούδας. Ήταν εύκολο να διαπιστωθεί ότι ένα σημείο στο χώρο των φάσεων που κινιόταν γύρω από τους λοβούς δεν θα επαναλάμβανε ποτέ την κίνησή του: θα περιφερόταν ίσως γύρω από τον αριστερό λοβό και στη συνέχεια θα διέγραφε δύο φορές μια τροχιά γύρω από το δεξιό πριν επιστρέψει στον αριστερό. Ήταν αδύνατο όμως να προβλεφθεί σε ποια θέση το σημείο θα άρχιζε να διαγράφει τροχιά γύρω από το λοβό και ποιος λοβός θα ήταν αυτός. Η κίνησή του ήταν τυχαία ή χαοτική.
Μερικές φορές, το φαινόμενο της πεταλούδας παρερμηνεύεται στην κοινή αντίληψη. Για παράδειγμα, η ιδέα ότι κάτι τόσο ασήμαντο όσο μια πεταλούδα μπορεί να “προκαλέσει” έναν τυφώνα (ή να τον αποτρέψει) έχει θεωρηθεί από κάποιους ως επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι ένα ”ασήμαντο” άτομο, μια “περιθωριακή” ιδέα ή ένα φαινομενικά άσχετο γεγονός μπορούν να παίξουν έναν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της Ιστορίας. Ωστόσο, η ουσία της συμπεριφοράς ενός χαοτικού συστήματος είναι ότι, στην πράξη, είναι απρόβλεπτη σε “βάθος χρόνου”. Συνεπώς, ενώ πράγματι ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί να αλλάξει άρδην την πορεία της ιστορίας, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη του συστήματος χωρίς το γεγονός και άρα, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε τις ενέργειές μας ώστε να πετύχουμε ένα επιθυμητό σημαντικό αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου – μπορούμε να προγραμματίζουμε αποτελεσματικά μόνο μέχρι τον χρονικό ορίζοντα που χαρακτηρίζει το σύστημα. Η γνώση ότι ένα ασήμαντο γεγονός οδήγησε σε κάτι “μεγάλο” μπορεί, μερικές φορές, να αποκτηθεί εκ των υστέρων, αν και συνήθως ακόμη κι αυτό είναι αδύνατον. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η πεταλούδα δεν θα μπορούσε να ”προκαλέσει” από μόνη της τον τυφώνα, παρά μόνο χάρη στις ατμοσφαιρικές συνθήκες που συνυπήρχαν με την επέμβασή της. Η άμεση αιτία ενός τυφώνα είναι αναγκαστικά “μεγάλη”, κάτι που κάνει την βραχυπρόθεσμη μετεωρολογική πρόβλεψη δυνατή. Αν η πεταλούδα κινήσει τα φτερά της την “λάθος” στιγμή, είναι εξίσου πιθανό να αποτρέψει έναν τυφώνα που αλλιώς θα συνέβαινε (ή να οδηγήσει σε κάτι τελείως διαφορετικό). Για να “προκαλέσει” έναν τυφώνα, πρέπει να δράσει σε μια ακριβώς υπολογισμένη στιγμή – κάτι που ακριβώς είναι αδύνατον να προβλεφθεί.


Αναφορές:
[1] el.wikipedia.org/wiki/θεωρία_του_χάους
[2] physics4ugr/chaos/chaos3.html
[3] entercity.gr/countent/view/2579/224/
[4] ISBN 960-7990-04-8 Εκδοτικός οίκος Π. ΤΡΑΥΛΟΣ. Συγγραφέας BARRY PARKER. Τίτλος Χάος και αστρονομία.
Πηγή: Αθανασία Πορταρίτη Μαρία Παντελή, Ιστιαία 2011, gym-istiaias.eyv.sch.gr
http://gerasimos-politis.blogspot.com/
https://ataxidiotis.wordpress.com

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Gilles Deleuze : Πώς αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό;




Ακολουθεί ένα πολύ σημαντικό κείμενο του Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) Πώς αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό; που δημοσιεύτηκε το 1973 στο βιβλίο Η Φιλοσοφία, τόμος Β-επιμέλεια Φρανσουά Σατελέ, μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Γνώση, 2006, σελ 669 και επ.
Γίνεται μια αλλαγή στο τρόπο αρίθμησης των παραπομπών για τις ανάγκες της παρουσίασης.

Ρωτούσανε κάποτε "τί είναι ο υπαρξισμός''; Τώρα ρωτάμε: ''τί είναι ο στρουκτουραλισμός;''. Αυτές οι ερωτήσεις έχουν ζωηρό ενδιαφέρον, αλλά με την προϋπόθεση ότι είναι επίκαιρες, ότι αναφέρονται σε έργα που τώρα γράφονται. Βρισκόμαστε στο 1967. Δεν μπορούμε λοιπόν να επικαλούμαστε τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα των έργων για να αποφύγουμε να απαντήσουμε, αφού αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας και μόνο δίνει νόημα στην ερώτησή μας. Έτσι, το ''τί είναι ο στρουκτουραλισμός;'' αναγκαστικά θα πρέπει να μετασχηματιστεί. Κατά πρώτο λόγο, ποιός είναι ο στρουκτουραλιστής; Έχουμε συνήθειες από το πολύ νωπό παρελθόν. Και οι συνήθειες αυτές χαρακτηρίζουν ως στρουκτουραλιστές, ορθά ή εσφαλμένα, έναν γλωσσολόγο όπως ο R.Jacobson, έναν κοινωνιολόγο όπως ο Lévi-Strauss, έναν ψυχαναλυτή όπως ο J.Lacan, έναν φιλόσοφο που ανανεώνει την επιστημολογία, όπως ο M.Foucault, έναν μαρξιστή φιλόσοφο που ξαναπιάνει το πρόβλημα της ερμηνείας του μαρξισμού, όπως ο L.Althusser, έναν κριτικό της λογοτεχνίας όπως ο R.Barthes, συγγραφείς όπως εκείνους της ομάδας του Tel Quel...Οι μεν δεν αρνούνται τη λέξη στρουκτουραλισμός, και χρησιμοποιούν τη ''δομή'' και το ''δομικός''. Οι άλλοι προτιμούν τον όρο του Saussure ''σύστημα''. Είναι πολύ διαφορετικοί στοχαστές, πολύ διαφορετικών γενεών, και ορισμένοι άσκησαν πάνω σε άλλους πραγματική επίδραση. Αλλά το πιο σημαντικό είναι η άκρα ποικιλομορφία των τομέων που εξερευνούν. Καθένας τους ξαναβρίσκει προβλήματα, μεθόδους, λύσεις που έχουν σχέσεις αναλογίας, σαν να μετέχει σε ένα ελεύθερο άνεμο της εποχής, σε ένα πνεύμα της εποχής, το οποίο μετριέται όμως με βάση τις ανακαλύψεις και τις ιδιάζουσες δημιουργίες σε καθένα από αυτούς τους τομείς. Υπ'αυτή την έννοια οι λέξεις σε -ισμός είναι εντελώς βάσιμες.
Είναι σωστό να θεωρείται η γλωσσολογία ως πηγή του στρουκτουραλισμού, όχι μόνο ο Saussure, αλλά και η σχολή της Μόσχας, και η σχολή της Πράγας. Και αν κατόπιν ο στρουκτουραλισμός επεκτείνεται σε άλλα πεδία, αυτή τη φορά δεν έχουμε να κάνουμε με αναλογία: δεν πρόκειται απλά για την εισαγωγή μεθόδων ''ισοδυνάμων'' με εκείνες που αρχικά είχαν πετύχει στην ανάλυση της γλώσσας. Στην πραγματικότητα δομή υπάρχει μόνο σε ό,τι είναι γλώσσα, έστω κι αν είναι μια γλώσσα εσωτερική ή και μη λεκτική. Δεν υπάρχει δομή του ασυνειδήτου παρά στο μέτρο που το ασυνείδητο μιλάει και είναι γλώσσα. Δεν υπάρχει δομή των σωμάτων παρά στο μέτρο που τα σώματα λογίζονται ότι μιλούν με μια γλώσσα που είναι εκείνη των συμπτωμάτων. Τα ίδια τα πράγματα έχουν δομή μόνο καθόσον μιλούν μια σιωπηλή γλώσσα, τη γλώσσα των σημείων. Έτσι η ερώτηση ''τί είναι ο στρουκτουραλισμός;'' μετασχηματίζεται ακόμα πιο πολύ-θα πρέπει μάλλον να ρωτήσουμε: πώς αναγνωρίζουμε εκείνους που αποκαλούμε στρουκτουραλιστές; Και τί αναγνωρίζουν αυτοί οι ίδιοι; Η αλήθεια είναι ότι αναγνωρίζουμε ορατά τους ανθρώπους μονάχα από τα αόρατα και ασυναίσθητα πράγματα που εκείνοι αναγνωρίζουν με τον τρόπο τους. Πώς ενεργούν οι στρουκτουραλιστές για να αναγνωρίσουν γλώσσα σε κάτι, την ιδιάζουσα γλώσσα ενός τομέα; Πρόθεσή μας είναι λοιπόν να εντοπίσουμε μόνο ορισμένα, τα πιο απλά, τυπικά κριτήρια αναγνώρισης, επικαλούμενοι κάθε φορά το παράδειγμα των αναφερόμενων συγγραφέων, όποια κι αν είναι η διαφορά των εργασιών και των σχεδίων τους.

1. ΠΡΩΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ

Είμαστε συνηθισμένοι να κάνουμε, σα να μας ωθούσε ένα εξαρτημένο ανακλαστικό, μιαν ορισμένη διάκριση ή συσχέτιση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Ολόκληρη η σκέψη μας συντηρεί ένα διαλεκτικό παιχνίδι ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες. Ακόμα και όταν η κλασική φιλοσοφία μιλάει για καθαρή διάνοια ή για καθαρή νόηση, και τότε ακόμα πρόκειται για μια ψυχική δύναμη οριζόμενη με βάση την ικανότητά της να συλλάβει το πραγματικό κατά βάθος, το ''αληθινά'' πραγματικό, το πραγματικό τέτοιο που είναι, σε αντίθεση, αλλά και σε σχέση, με τις δυνάμεις της φαντασίας. Ας αναφέρουμε ολότελα διαφορετικά δημιουργικά κινήματα: τον ρομαντισμό, τον συμβολισμό, τον σουρεαλισμό...Άλλοτε επικαλούνται το υπερβατικό σημείο, όπου το πραγματικό και το φανταστικό αλληλοδιεισδύουν και συνενώνονται. Άλλοτε το όριό τους, κοφτό σαν την κόψη της διαφοράς τους. Όπως και να έχει το πράγμα παραμένει στην αντίθεση και στην συμπληρωματικότητα του φανταστικού και του πραγματικού-τουλάχιστον στην παραδοσιακή ερμηνεία του ρομαντισμού, του συμβολισμού κτλ. Ακόμα και ο φροϋδισμός ερμηνεύεται μέσα στην προοπτική δύο αρχών: την αρχή της πραγματικότητας με τη δύναμη της απογοήτευσης και την αρχή της απόλαυσης με τη δύναμη της ψευδαισθησιακής της ικανοποίησης. Κατά μείζονα λόγο, μέθοδοι όπως εκείνες του Jung και του Bachelard εντάσσονται ολόκληρες στο πραγματικό και το φανταστικό, μέσα στο πλαίσιο των περίπλοκων σχέσεών τους, της υπερβατικής τους ενότητας και της οριακής τους έντασης, της σύμφυσης και του αδρού αποχωρισμού τους.
Το πρώτο κριτήριο του στρουκτουραλισμού είναι η ανακάλυψη και η αναγνώριση μιας τρίτης τάξης, ενός τρίτου βασιλείου: του συμβολικού. Την πρώτη διάσταση του στρουκτουραλισμού συνιστά η άρνηση να συγχύσει το συμβολικό με το φανταστικό όσο και με το πραγματικό. Κι εδώ ακόμα όλα ξεκίνησαν με τη γλωσσολογία: πέρα από τη λέξη στην πραγματικότητά της και στα ηχητικά μέρη της, πέρα από εικόνες και έννοιες που συνδέονται με τις λέξεις, ο στρουκτουραλιστής γλωσσολόγος ανακαλύπτει ένα στοιχείο ολότελα διαφορετικής υφής, το δομικό αντικείμενο. Και ίσως οι μυθιστοριογράφοι της ομάδας Tel Quelσ'αυτό το συμβολικό στοιχείο θέλουν να σταθούν, για να ανανεώσουν τόσο τις ηχητικές πραγματικότητες όσο και τις συναφείς αφηγήσεις. Πέρα από την ιστορία των ανθρώπων και την ιστορία των ιδεών, οM.Foucault ανακαλύπτει ένα βαθύτερο έδαφος κάτω από την επιφάνεια, το οποίο αποτελεί αντικείμενο εκείνου που αποκαλεί αρχαιολογία της σκέψης. Πίσω από τους πραγματικούς ανθρώπους και τις πραγματικές σχέσεις τους, πίσω από τις ιδεολογίες τους και τις φανταστικές τους σχέσεις, ο L.Althusser ανακαλύπτει μια βαθύτερη περιοχή ως αντικείμενο επιστήμης και φιλοσοφίας.
Ήδη στην ψυχανάλυση είχαμε πολλούς πατεράδες: αρχικά έναν πραγματικό πατέρα, αλλά επίσης και εικόνες του πατέρα. Και όλα τα δράματά μας ξετυλίγονταν μέσα στις τεταμένες σχέσεις του πραγματικού με το φανταστικό. Ο J.Lacan ανακαλύπτει έναν τρίτο πατέρα, πιο θεμελιώδη, τον συμβολικό πατέρα ή Όνομα-του-πατέρα. Όχι μόνο το πραγματικό και το φανταστικό, αλλά και οι σχέσεις τους, όπως και οι διαταραχές αυτών των σχέσεων, οφείλουν να ιδωθούν ως το όριο μιας διαδικασίας μέσα στην οποία συγκροτούνται ξεκινώντας από το συμβολικό. Στον Lacan, καθώς επίσης και σε άλλους στρουκτουραλιστές, το συμβολικό σαν στοιχείο της δομής βρίσκεται στην αρχή μιας γένεσης: η δομή ενσαρκώνεται στις πραγματικότητες και στις εικόνες σύμφωνα με καθορίσιμες σειρές. Επιπλέον, τις συνιστά χωρίς να ενσαρκώνεται σε αυτές, αλλά δεν απορρέει απ'αυτές, γιατί είναι βαθύτερη από αυτές υπέδαφος για όλα τα εδάφη του πραγματικού όπως και για όλους τους ουρανούς της φαντασίας. Αντίστροφα, απότομες μεταπτώσεις της δομικής συμβολικής τάξης εξηγούν επιφανειακές διαταραχές του πραγματικού και του φανταστικού: έτσι στην περίπτωση των Ανθρώπων με τους λύκους, έτσι όπως την ερμηνεύει ο Lacan, επειδή ακριβώς το θέμα του ευνουχισμού παραμένει χωρίς σύμβολο (''διάκλειση'') αναφαίνεται μέσα στο πραγματικό με την παραισθησιακή μορφή του κομμένου δαχτύλου (1)
Μπορούμε να αριθμήσουμε το πραγματικό, το φανταστικό και το συμβολικό: 1,2,3. Ίσως όμως αυτοί οι αριθμοί έχουν μιαν αξία απόλυτων όσο και τακτικών αριθμητικών. Κι αυτό γιατί το πραγματικό αφ'εαυτού δεν μπορεί να χωριστεί από ένα ορισμένο ιδεώδες ενοποίησης ή απλοποίησης: το πραγματικό τείνει να ενοποιείται γιατί είναι ένα μέσα στην ''αλήθεια'' του. Άπαξ και βλέπουμε δύο σε ''ένα'', από τη στιγμή που διπλασιάζουμε, το φανταστικό εμφανίζεται αυτοπροσώπως, έστω και αν ασκεί την δράση του μέσα στο πραγματικό. Για παράδειγμα ο πραγματικός πατέρας είναι ένας ή θέλει να είναι ένας σύμφωνα με το νόμο του. Αλλά η εικόνα του πατέρα είναι πάντα διπλή, διχασμένη σύμφωνα με έναν νόμο του δυαδικού. Προβάλλεται τουλάχιστον σε δύο πρόσωπα, το ένα που επιφορτίζεται τον πατέρα του παιχνιδιού, τον πατέρα-γελωτοποιό, και το άλλο που είναι ο πατέρας της εργασίας και του ιδεώδους, όπως ο πρίγκηπας της Ουαλίας στον Shakespeare, που περνά από τη μια εικόνα του πατέρα στην άλλη, από τον Φάλσταφ στην κορώνα. Το φανταστικό ορίζεται με παιχνίδια του κατόπτρου, με διπλασιασμούς, με ταυτίσεις και ανεστραμμένες προβολές, πάντα με διπλό τρόπο (2). Ίσως όμως με τη σειρά του το συμβολικό είναι τρία. Δεν είναι μόνο το τρίτο πέρα από το πραγματικό και το φανταστικό, υπάρχει πάντα ένα τρίτο που πρέπει να το αναζητήσουμε μέσα στο ίδιο το συμβολικό, η δομή είναι τουλάχιστον τριαδική, διαφορετικά δεν θα ''κυκλοφορούσε''. Το τρίτο είναι συνάμα μη πραγματικό και εν τούτοις απρόσιτο στην φαντασία.
Θα δούμε γιατί. Ήδη όμως το πρώτο κριτήριο συνίσταται στο ότι τίθεται μια συμβολική τάξη μη αναγώγιμη στην τάξη του πραγματικού ή στην τάξη του φανταστικού και βαθύτερη από αυτές. Ακόμα δεν γνωρίζουμε διόλου σε τί συνίσταται αυτό το συμβολικό στοιχείο. Μπορούμε τουλάχιστον να πούμε ότι η αντίστοιχη δομή δεν έχει καμιά σχέση με μια αισθητή μορφή, ούτε με ένα σχήμα της φαντασίας, ούτε με μια νοητή ουσία. Καμιά σχέση με μια μορφή: γιατί η δομή διόλου δεν ορίζεται με βάση μιαν αυτονομία του όλου, μια κυριαρχία του όλου πάνω στα μέρη, μια Gestalt που θα δρούσε μέσα στο πραγματικό και μέσα στην αντίληψη. Η δομή αντίθετα ορίζεται από τη φύση ορισμένων ατόμων στοιχείων που αξιώνουν να εξηγήσουν το σχηματισμό των όλων και την παραλλαγή των μερών τους. Καμιά σχέση επίσης με τα σχήματα της φαντασίας, παρότι ολόκληρος ο στρουκτουραλισμός διαποτίζεται από στοχασμούς πάνω στη ρητορική, τη μεταφορά και τη μετωνυμία. Γιατί αυτά τα σχήματα συνεπάγονται τα ίδια δομικές μετατοπίσεις που οφείλουν να εξηγήσουν την κυριολεξία και συνάμα το σχήμα λόγου. Καμιά σχέση εν τέλει με μια ουσία. Κι αυτό γιατί πρόκειται για μια συνδυαστική αναφερόμενη σε τυπικά στοιχεία που τα ίδια δεν έχουν ούτε μορφή, ούτε σημασία, ούτε παράσταση, ούτε περιεχόμενο, ούτε δεδομένη εμπειρική πραγματικότητα, ούτε υποθετικό λειτουργικό μοντέλο, ούτε κάτι νοητό πίσω από τα επιφαινόμενα. Κανείς δεν όρισε καλύτερα από τον L.Althusser την υφή της δομής ως ταυτότητας με την ίδια τη ''θεωρία''-και το συμβολικό οφείλει να εννοηθεί ως η παραγωγή του αρχέτυπου και του ειδοποιού θεωρητικού αντικειμένου.
Άλλοτε ο στρουκτουραλισμός είναι επιθετικός: όταν καταγγέλλει τη γενική παραγνώριση αυτής της ύστατης συμβολικής κατηγορίας, πέρα από το φανταστικό και το πραγματικό. Άλλοτε πάλι είναι ερμηνευτικός: όταν ανανεώνει την ερμηνεία των έργων ξεκινώντας από αυτήν την κατηγορία, και αξιώνει να ανακαλύψει ένα πρωτογενές σημείο που πλάθεται η γλώσσα, δουλεύονται τα έργα και συνδέονται οι ιδέες και οι πράξεις. Ο ρομαντισμός, ο συμβολισμός, αλλά επίσης και ο φροϋδισμός γίνονται με αυτό τον τρόπο αντικείμενο βαθιών επανερμηνειών. Ακόμα περισσότερο: το μυστικό, το ποιητικό, το φιλοσοφικό έργο, τα ίδια τα πρακτικά έργα υποβάλλονται στην στρουκτουραλιστική ερμηνεία. Αλλά αυτή η επανερμηνεία ισχύει μονάχα στο μέτρο που εμψυχώνει νέα έργα, τα έργα του σήμερα, σάμπως το συμβολικό να ήταν μια πηγή αξεχώριστη από την ζωντανή ερμηνεία και δημιουργία.


2. ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: TOΠΙΚΟ Ή ΘΕΣΕΙ

Σε τί συνίσταται τάχα το συμβολικό στοιχείο της δομής; Νιώθουμε την αναγκαιότητα να προχωρήσουμε αργά, να πούμε και να ξαναπούμε αρχικά αυτό που δεν είναι. Όντως ξέχωρο από το πραγματικό και το φανταστικό, δεν μπορεί να οριστεί ούτε από προϋπάρχουσες πραγματικότητες, στις οποίες θα μας παρέπεμπε και πάλι και τις οποίες θα υποδήλωνε, ούτε από φανταστικά ή θεωρητικά περιεχόμενα που θα υπονοούσε και πού θα της έδιναν (σ.σ εννοεί της δομής) σημασία. Τί απομένει; Όπως θυμίζει με έμφαση οLévi-Strauss, δεν έχουν τίποτε άλλο από ένα νόημα: ένα νόημα που αναγκαία και αποκλειστικά είναι νόημα ''θέσης'' (1). Δεν πρόκειται για μια θέση μέσα σε μια πραγματική έκταση, ούτε για τόπους μέσα σε φανταστικές εκτάσεις, αλλά για θέσεις και τόπους μέσα σε έναν καθεαυτό δομικό χώρο, δηλαδή τοπολογικό.
Το δομικό είναι ο χώρος, αλλά ένας χώρος χωρίς έκταση, προεκτατός, καθαρό spatium που συγκροτείται λίγο-λίγο ως τάξη γειτνίασης, όπου η έννοια της γειτνίασης έχει αρχικά για την ακρίβεια νόημα ταξιθετικό και όχι μια σημασία μέσα στην έκταση. Όπως π.χ στην γενετική βιολογία: τα γονίδια αποτελούν μέρος μιας δομής καθόσον είναι αξεχώριστα από ''Loci'', τόπους, που μπορούν ν'αλλάξουν σχέσεις στο εσωτερικό του χρωμοσώματος. Κοντολογίς, οι θέσεις μέσα σε έναν καθαρά δομικό χώρο προηγούνται σε σχέση με τα πράγματα και τα πραγματικά όντα που έρχονται να τις καταλάβουν, προηγούνται επίσης σε σχέση με τους ρόλους και με τα πάντα λίγο φανταστικά συμβάντα που εμφανίζονται κατ'ανάγκη όταν οι θέσεις αυτές είναι κατειλημμένες.
Η επιστημονική φιλοδοξία του στρουκτουραλισμού δεν είναι ποσοτική, παρά να καταρτίσει μια τοπολογία και να εντοπίσει σχέσεις. Ο Lévi-Strauss θέτει σταθερά αυτή την αρχή. Και όταν ο Althusser μιλάει για οικονομική δομή διευκρινίζει ότι τα αληθινά ''υποκείμενα'' δεν είναι εκείνα που έρχονται να καταλάβουν τις θέσεις, συγκεκριμένα άτομα ή πραγματικοί άνθρωποι, όπως βέβαια και τα αληθινά αντικείμενα δεν είναι οι ρόλοι αυτών των ανθρώπων ούτε και τα όσα συμβάντα γίνονται, αλλά πρώτα-πρώτα οι θέσεις μέσα σε έναν τοπολογικό και δομικό χώρο οριζόμενο με βάση τις παραγωγικές σχέσεις (1). Όταν ο Foucault ορίζει προσδιορισμούς όπως ο θάνατος, η επιθυμία, η εργασία, το παιχνίδι, δεν τους εκλαμβάνει ως διαστάσεις της εμπειρικής ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά πρώτα-πρώτα ως χαρακτηρισμούς θέσεων ή στάσεων, οι οποίες θα καταστήσουν θνητούς ή θνήσκοντες ή επιθυμούντες ή εργαζόμενους ή παίζοντες εκείνους που θα έρθουν να τις καταλάβουν, αλλά που θα έρθουν να τις καταλάβουν δευτερευόντως, παίζοντας τους ρόλους τους σύμφωνα με μια τάξη γειτνίασης που είναι η τάξη της ίδιας της δομής. Να γιατί ο Foucaultμπορεί να προτείνει μια νέα κατανομή του εμπειρικού και του υπερβατικού, καθώς το τελευταίο ορίζεται με βάση μια τάξη θέσεων ανεξάρτητων από εκείνους που τις κατέχουν εμπειρικά (2). Ο στρουκτουραλισμός δεν μπορεί να χωριστεί από μια νέα υπερβατική φιλοσοφία, όπου οι θέσεις υπερέχουν απέναντι σε εκείνους που τις κατέχουν. Ο πατέρας, η μητέρα κτλ, είναι πρώτα-πρώτα τόποι μέσα σε μια δομή. Και αν είμαστε θνητοί, είμαστε μπαίνοντας στην ουρά και φτάνοντας στον τάδε τόπο, που είναι ορισμένος μέσα στη δομή με βάση αυτήν την τοπολογική τάξη γειτνίασης (ακόμα και όταν δεν τηρούμε τη σειρά μας).
''Δεν είναι μόνο το υποκείμενο, αλλά τα υποκείμενα ιδωμένα στην διυποκειμενικότητά τους που μπαίνουν στην ουρά... και μορφοποιούν το είναι τους τη στιγμή που τα διατρέχει η σημαίνουσα αλυσίδα... Η μετάθεση του σημαίνοντος προσδιορίζει τα υποκείμενα στις πράξεις τους, στη μοίρα τους, στην άρνησή τους, στην τυφλότητά τους, στις επιτυχίες και την τύχη τους, ανεξάρτητα από τον έμφυτο προικισμό τους και τις κοινωνικές κατακτήσεις τους χωρίς να λαβαίνει υπόψη τον χαρακτήρα ή το φύλο...''(4). Δεν μπορούσε να λεχθεί με καλύτερο τρόπο ότι η εμπειρική ψυχολογία όχι μόνο θεμελιώνεται, αλλά καθορίζεται από μια υπερβατική τοπολογία.
Από αυτό το τοπικό ή θεσιακό κριτήριο απορρέουν πολλές συνέπειες. Και πρώτα-πρώτα αν τα συμβολικά στοιχεία δεν έχουν εξωτερική υποδήλωση ούτε εσωτερική σημασία, αλλά μόνο ένα νόημα θέσης, πρέπει να θέσουμε ως αρχή ότι το νόημα προκύπτει πάντα από τον συνδυασμό στοιχείων που τα ίδια δεν είναι σημαίνοντα (5). Όπως λέει ο Lévi-Strauss σε μια συζήτησή του με τον Paul Ricoeur, το νόημα είναι πάντα μια απόρροια, ένα αποτέλεσμα (effet): όχι μόνο ένα αποτέλεσμα ως προϊόν αλλά ένα οπτικό αποτέλεσμα, ένα γλωσσικό αποτέλεσμα, ένα αποτέλεσμα θέσης. Υπάρχει ένα βαθύτατα ένα μη-νόημα του νοήματος, από το οποίο προκύπτει το ίδιο το νόημα. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι έτσι επιστρέφουμε σε εκείνο που ονομάστηκε φιλοσοφία του παραλόγου. Γιατί για την φιλοσοφία του παραλόγου εκείνο που ουσιαστικά λείπει είναι το ίδιο το νόημα. Αντίθετα, για τον στρουκτουραλισμό υπάρχει πάντα άφθονο νόημα, μια υπερπαραγωγή, ένας υπερκαθορισμός του νοήματος, που παράγεται πάντα κατά περίσσεια από τον συνδυασμό των θέσεων μέσα στη δομή (εξ ου και η σπουδαιότητα της έννοιας του υπερκαθορισμού στονAlthusser για παράδειγμα). Το μη-νόημα διόλου δεν είναι το παράλογο ή το αντίθετο του νοήματος, αλλά αυτό που το κάνει να αξίζει και το παράγει κυκλοφορώντας μέσα στη δομή. Ο στρουκτουραλισμός δεν οφείλει τίποτα στον Albert Camus, αλλά οφείλει πολλά στον Lewis Carrol.
Η δεύτερη συνέπεια είναι η αρέσκεια του στρουκτουραλισμού για ορισμένα παιχνίδια και ένα ορισμένο θέατρο, για ορισμένους τόπους παιχνιδιού και θεάτρου. Δεν είναι τυχαίο που ο Lévi-Strauss αναφέρεται συχνά στη θεωρία των παιγνίων και αποδίδει τόσο μεγάλη σημασία στα τραπουλόχαρτα. Και ο Lacanαποδίδει σημασία σε μεταφορές παιγνίων που είναι κάτι περισσότερο από μεταφορές: όχι μόνο η ίκτις που τρέχει μέσα στη δομή, αλλά και η θέση του νερού που κυκλοφορεί στο μπριτζ. Τα πιο ευγενή παιχνίδια, όπως το σκάκι, είναι εκείνα που οργανώνουν μια συνδυαστική θέσεων μέσα σε ένα καθαρό spatiumαπείρως βαθύτερο από το πραγματικό εμβαδόν της σκακιέρας και την φανταστική έκταση του κάθε πιονιού. Ο Althusser διακόπτει το σχόλιό του για τον Μάρξ για να μιλήσει για το θέατρο, αλλά για ένα θέατρο που δεν είναι πραγματικό ούτε ιδεατό, παρά καθαρό θέατρο θέσεων και τοποθετήσεων, την αρχή του οποίου τη βρίσκει κανείς στον Brecht, και που ίσως σήμερα θα έβρισκε την πιο ακραία έκφρασή του στον Armand Gatti. Κοντολογίς, το ίδιο το μανιφέστο του στρουκτουραλισμού θα έπρεπε να αναζητηθεί στην εξόχως ποιητική και θεατρική περίφημη διατύπωση: σκέπτομαι σημαίνει ρίχνω μια ζαριά.
Η τρίτη συνέπεια είναι ότι ο στρουκτουραλισμός δεν μπορεί να χωριστεί από έναν νέο υλισμό, από μια νέα αθεΐα και έναν νέο αντι-ανθρωπισμό. Γιατί αν η θέση είναι πρότερη από αυτόν που την καταλαμβάνει, δεν αρκεί βέβαια να βάλουμε τον άνθρωπο στη θέση του Θεού για να αλλάξουμε τη δομή. Και αν αυτή η θέση είναι η θέση του νεκρού, ο θάνατος του Θεού συνεπάγεται και τον θάνατο του ανθρώπου, προς όφελος, ελπίζουμε, κάποιου επερχόμενου πράγματος που δεν μπορεί να επέλθει παρά μέσα στη δομή και με την μετατροπή της. Έτσι εμφανίζεται ο φανταστικός χαρακτήρας του ανθρώπου (Foucault) ή ο ιδεολογικός χαρακτήρας του ανθρώπου (Althusser).


3. ΤΡΙΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: ΤΟ ΔΙΑΦΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ


Εν τέλει σε τί συνίστανται αυτά τα συμβολικά στοιχεία ή θεσιακές ενότητες; Ας επιστρέψουμε στο γλωσσολογικό μοντέλο. Αυτό που διακρίνεται από τα ηχητικά μέρη και συνάμα από τις εικόνες και τις συναφείς έννοιες, αποκαλείται φώνημα. Το φώνημα είναι η πιο μικρή γλωσσολογική μονάδα, που μπορεί να διαφοροποιήσει δύο λέξεις με διαφορετική σημασία: για παράδειγμα billard (μπιλιάρδο) και pillard(άρπαγας). Είναι σαφές ότι το φώνημα ενσαρκώνεται στα γράμματα, στις συλλαβές και στους ήχους, αλλά δεν αναφέρεται σε αυτά. Επιπλέον, τα γράμματα, οι συλλαβές και οι ήχοι του προσδίδουν μιαν ανεξαρτησία, ενώ το ίδιο είναι αξεχώριστο από τη φωνηματική σχέση που το ενώνει με άλλα φωνήματα:b/p. Τα φωνήματα δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από σχέσεις, μέσα στις οποίες εισάγονται και διαμέσου των οποίων καθορίζονται αμοιβαία.
Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους σχέσεων. Ένας πρώτος τύπος καθιδρύεται ανάμεσα σε στοιχεία που διαθέτουν ανεξαρτησία ή αυτονομία: για παράδειγμα 3+2, ή 2/3. Τα στοιχεία είναι πραγματικά, και αυτές οι σχέσεις πρέπει να ονομαστούν κι οι ίδιες πραγματικές. Ένας δεύτερος τύπος σχέσεων, για παράδειγμα x2-y2-R2=0, καθιδρύεται ανάμεσα σε όρους που η αξία τους δεν είναι εξειδικευμένη, οφείλουν όμως σε κάθε περίπτωση να έχουν καθορισμένη αξία. Τέτοιες σχέσεις μπορούν να ονομαστούν φανταστικές. Αλλά ο τρίτος τύπος καθιδρύεται ανάμεσα σε στοιχεία που δεν έχουν αφ'εαυτών καθορισμένη αξία και μολαταύτα προσδιορίζονται αμοιβαία μέσα στη σχέση τους: π.χ ydy+xdx=0, ήdy/dx=- (x/y).Παρόμοιες σχέσεις είναι συμβολικές και τα αντίστοιχα στοιχεία παίρνονται σε μια σχέση διαφορική. Το dy είναι ολότελα απροσδιόριστο σε σχέση με το y, το dx είναι ολότελα απροσδιόριστο σε σχέση με το x: καθένα χωριστά δεν έχει ύπαρξη, ούτε αξία, ούτε σημασία. Εντούτοις η σχέση dy/dx είναι ολότελα προσδιορισμένη, καθώς τα δύο στοιχεία προσδιορίζονται αμοιβαία μέσα στη σχέση. Αυτή η διαδικασία ενός αμοιβαίου προσδιορισμού στους κόλπους της σχέσης επιτρέπει να καθορίσουμε την συμβολική υφή. Κάποτε αναζητείται η καταγωγή του στρουκτουραλισμού στον χώρο της αξιωματικής. Για παράδειγμα αληθεύει ότι ο Bourbaki χρησιμοποιεί τη λέξη δομή. Αλλά αυτό, νομίζουμε, γίνεται με νόημα πολύ διαφορετικό από του στρουκτουραλισμού. Κι αυτό γιατί αφορά σχέσεις ανάμεσα σε μη εξειδικευμένα στοιχεία, έστω και ποιοτικά, και όχι στοιχεία που εξειδικεύονται αμοιβαία μέσα σε σχέσεις. Με αυτήν την έννοια η αξιωματική θα ήταν φανταστική ακόμα, και όχι καθεαυτό συμβολική. Η μαθηματική καταγωγή του στρουκτουραλισμού θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο χώρο του διαφορικού λογισμού, και ακριβώς στην ερμηνεία που έδιναν σε αυτόν οι Weierstrass και Russell-ερμηνεία στατική και ταξιθετική, που απελευθερώνει οριστικά τον λογισμό από κάθε αναφορά στο απείρως μικρό και τον ενσωματώνει σε μια καθαρή λογική σχέσεων.
Στους καθορισμούς των διαφορικών σχέσεων αντιστοιχούν μοναδικότητες, κατανομές μοναδικών σημείων που χαρακτηρίζουν τις καμπύλες ή τα σχήματα (για παράδειγμα ένα τρίγωνο έχει τρία μοναδικά σημεία). Έτσι ο καθορισμός των φωνηματικών σχέσεων, που προσιδιάζουν σε μια δεδομένη γλώσσα, προσδιορίζει τις μοναδικότητες, δίπλα από τις οποίες συγκροτούνται οι ηχητικότητες και οι σημασίες της γλώσσας. Οαμοιβαίος προσδιορισμός των συμβολικών στοιχείων προεκτείνεται στον πλήρη προσδιορισμό των μοναδικών σημείων που συγκροτούν ένα χώρο αντίστοιχο σ'αυτά τα στοιχεία. Η κεφαλαιώδης έννοια της μοναδικότητας, παρμένη κατά γράμμα, φαίνεται να ανήκει σε όλους τους τομείς όπου υπάρχει δομή. Η γενική διατύπωση: ''σκέπτομαι, σημαίνει ρίχνω μια ζαριά'' παραπέμπει από μόνη της στις μοναδικότητες που εκπροσωπούνται από τα σημεία πάνω στα ζάρια. Κάθε δομή παρουσιάζει τις ακόλουθες δύο πλευρές: ένα σύστημα διαφορικών σχέσεων, σύμφωνα με τις οποίες τα συμβολικά στοιχεία καθορίζονται αμοιβαία, κι ένα σύστημα μοναδικοτήτων, που αντιστοιχεί σε αυτές τις σχέσεις και χαράζει το χώρο της δομής. Κάθε δομή είναι μια πολλότητα. Η ερώτηση: ''υπάρχει τάχα δομή στο οιοδήποτε πεδίο;'' πρέπει να διευκρινιστεί με τον ακόλουθο τρόπο: ''άραγε μπορούμε, σε αυτό ή στο άλλο πεδίο, να εντοπίσουμε συμβολικά στοιχεία, διαφορικές σχέσεις και μοναδικά σημεία που να του προσιδιάζουν;'' Τα συμβολικά στοιχεία ενσαρκώνονται σε όντα και πραγματικά αντικείμενα του θεωρούμενου τομέα. Οι διαφορικές σχέσεις ενεργοποιούνται μέσα σε πραγματικές σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα όντα. Οι μοναδικότητες είναι ισάριθμες θέσεις μέσα στη δομή, που κατανέμουν τους ρόλους ή τις φανταστικές στάσεις των όντων ή των αντικειμένων που έρχονται να τους καταλάβουν.
Δεν πρόκειται για μαθηματικές μεταφορές. Μέσα σε όλα τα πεδία πρέπει να βρούμε τα στοιχεία, τις σχέσεις και τα σημεία. Όταν ο Lévi-Strauss αναλαβαίνει να μελετήσει τις στοιχειώδεις δομές της συγγένειας, δεν βλέπει μόνο πραγματικούς πατέρες μέσα σε μια κοινωνία, ούτε τις εικόνες του πατέρα που κυκλοφορούν μέσα στους μύθους αυτής της κοινωνίας. Αξιώνει να ανακαλύψει αληθινά φωνήματα, έσχατες μονάδες συγγένειας (parenthemes), μονάδες θέσης οι οποίες δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τις διαφορικές σχέσεις, όπου εισάγονται, και οι οποίες καθορίζονται αμοιβαία. Έτσι οι τέσσερις σχέσεις αδερφός/αδερφή, σύζυγος/γυναίκα, πατέρας/υιός, θείος από μητέρα/υιος της αδερφής αποτελούν την πιο απλή δομή. Σε αυτή την συνδυαστική των ''συγγενικών κατονομασιών'' αντιστοιχούν, χωρίς όμως ομοιότητα και με έναν περίπλοκο τρόπο, ''στάσεις μεταξύ συγγενών'', που πραγματώνουν τις καθορισμένες μοναδικότητες μέσα στο σύστημα. Μπορούμε να ακολουθήσουμε και τον αντίθετο δρόμο: να ξεκινήσουμε από μοναδικότητες για να καθορίσουμε τις διαφορετικές σχέσεις ανάμεσα σε έσχατα συμβολικά στοιχεία. Έτσι, παίρνοντας το παράδειγμα του μύθου του Οιδίποδα, ο Lévi-Strauss ξεκινάει από μοναδικότητες της αφήγησης (ο Οιδίποδας παντρεύεται τη μητέρα του, σκοτώνει τον πατέρα του, εξοντώνει τη Σφίγγα, ονομάζεται Οιδί-πους κτλ) για να επαγάγει τις διαφορικές σχέσεις ανάμεσα στα ''μυθήματα'' που προσδιορίζονται αμοιβαία (υπερτιμημένες σχέσεις συγγένειας, υποτιμημένες σχέσεις συγγένειας, άρνηση της ιθαγένειας, διατήρηση της ιθαγένειας) (1). Πάντα και σε όλες τις περιπτώσεις τα συμβολικά στοιχεία και οι σχέσεις τους καθορίζουν την υφή των όντων και των αντικειμένων, τα οποία πραγματώνουν, ενώ οι μοναδικότητες σχηματίζουν μια τάξη θέσεων που καθορίζει ταυτόχρονα τους ρόλους και τις στάσεις αυτών των όντων καθόσον τους κατέχουν. Ο προσδιορισμός της δομής περατώνεται έτσι μέσα σε μια θεωρία των στάσεων που εκφράζουν τη λειτουργία της.
Οι μοναδικότητες αντιστοιχούν στα συμβολικά στοιχεία και στις σχέσεις τους, αλλά δεν τους μοιάζουν. Θα λέγαμε μάλλον ότι ''συμβολίζουν'' μαζί τους. Απορρέουν από αυτά, γιατί κάθε προσδιορισμός διαφορικών σχέσεων επιφέρει μια κατανομή μοναδικών σημείων. Αλλά για παράδειγμα: οι αξίες των διαφορικών σχέσεων ενσαρκώνονται σε είδη, ενώ οι μοναδικότητες ενσαρκώνονται σε οργανικά μέρη που αντιστοιχούν σε κάθε είδος. Οι μεν αποτελούν μεταβλητές, οι δε συναρτήσεις. Οι μεν συνιστούν μέσα σε μια δομή το πεδίο των ονομασιών, οι δε το πεδίο των στάσεων. Ο Lévi-Strauss επέμεινε στη διπλή όψη της απορροής και μολαταύτα της μη αναγωγιμότητας των στάσεων σε σχέση με τις ονομασίες (2). Ένας μαθητής τουLacan, o Serge Leclaire, δείχνει σε έναν άλλο τομέα πώς τα συμβολικά στοιχεία του ασυνειδήτου παραπέμπουν αναγκαία σε ''λιβιδινικές κινήσεις'' του σώματος, ενσαρκώνοντας τις μοναδικότητες της δομής σε αυτή ή την άλλη θέση (3). Υπ'αυτή την έννοια κάθε δομή είναι ψυχοσωματική, ή μάλλον εκπροσωπεί ένα σύμπλεγμα κατηγορία-στάση.
Ας δούμε την ερμηνεία του μαρξισμού από τον Althusser και τους συνεργάτες του: πριν απ'όλα οι παραγωγικές σχέσεις προσδιορίζονται ως διαφορετικές σχέσεις που καθιδρύονται όχι ανάμεσα σε πραγματικούς ανθρώπους και συγκεκριμένα άτομα, αλλά ανάμεσα σε αντικείμενα και σε παράγοντες που έχουν αρχικά συμβολική αξία (αντικείμενο παραγωγής, όργανο παραγωγής, εργατική δύναμη, άμεσοι εργάτες, έμμεσοι μη-εργάτες, όπως αυτοί που μετέχουν μέσα στις σχέσεις ιδιοκτησίας και ιδιοποίησης) (4). Κάθε τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται τότε από μοναδικότητες που αντιστοιχούν στις αξίες σχέσεων. Και αν είναι προφανές ότι συγκεκριμένοι άνθρωποι έρχονται να καταλάβουν τις θέσεις και να πραγματώσουν τα στοιχεία της δομής, αυτό συμβαίνει κρατώντας το ρόλο που τους ορίζει η δομική τους θέση (π.χ ο ''καπιταλιστής'') και χρησιμεύοντας ως υποστηρίγματα στις δομικές σχέσεις, έτσι ώστε ''τα αληθινά υποκείμενα δεν είναι αυτοί που κατέχουν τις θέσεις και αυτοί οι υπάλληλοι..., αλλά ο καθορισμός και η κατανομή αυτών των θέσεων και αυτών των λειτουργημάτων''. Το αληθινό υποκείμενο είναι η ίδια η δομή: το διαφορικό και το μοναδικό, οι διαφορικές σχέσεις και τα μοναδικά σημεία, οι αμοιβαίος προσδιορισμός και ο πλήρης προσδιορισμός.


4.ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: ΤΟ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ, Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ


Οι δομές είναι αναγκαία ασύνειδες δυνάμεις των στοιχείων, των σχέσεων και των σημείων που τις απαρτίζουν. Κάθε δομή είναι μια υποδομή, μια μικροδομή. Κατά ένα τρόπο δεν είναι ενεργές. Το ενεργό είναι εκείνο, στο οποίο ενσαρκώνεται η δομή, ή μάλλον εκείνο που συγκροτεί καθώς ενσαρκώνεται. Αφ'εαυτής όμως η δομή δεν είναι ούτε ενεργή ούτε πλασματική, ούτε πραγματική ούτε δυνατή. ΟJacobson θέτει το πρόβλημα της υφής του φωνήματος: αυτό δεν συγχέεται με ένα ενεργό γράμμα, με μια ενεργή συλλαβή ή έναν ήχο, και ακόμα περισσότερο δεν είναι πλασματική κατασκευή, συναφής εικόνα. Ίσως η λέξη ''δυνητικότητα'' θα υποδήλωνε επακριβώς τον τρόπο της δομής ή το αντικείμενο της θεωρίας. Κι αυτό με την προϋπόθεση ότι θα την απαλλάξουμε από κάθε αοριστία. Γιατί το δυνητικό έχει μια πραγματικότητα η οποία είναι δική του, όμως δεν συγχέεται με καμιά ενεργή πραγματικότητα στο παρελθόν ή στο παρόν. Έχει μια δική του ιδεατότητα, η οποία όμως δεν πρέπει να συγχέεται με καμιά δυνατή εικόνα, καμιά αφηρημένη ιδέα. Για τη δομή θα λέγαμε: είναι πραγματική χωρίς να είναι ενεργή, ιδεατή χωρίς να είναι αφηρημένη. Να γιατί ο Levi-Strauss παρουσιάζει συχνά τη δομή σαν ένα είδος ιδεατού δοχείου ή ευρετηρίου, όπου όλα συνυπάρχουν δυνητικά, αλλά η ενεργοποίηση συντελείται αναγκαία σύμφωνα με αποκλειστικές κατευθύνσεις, οι οποίες συνεπάγονται πάντα μερικούς συνδυασμούς και ασύνειδες επιλογές. Να εντοπίσουμε την δομή ενός πεδίου σημαίνει να προσδιορίσουμε μιαν ολόκληρη δυνητικότητα συνύπαρξη που προυπάρχει από τα όντα, από τα αντικείμενα και τα έργα του τομέα αυτού. Κάθε δομή είναι μια πολλότητα δυνητικών συνυπάρξεων. Για παράδειγμα ο L.Althusser δείχνει ότι η πρωτοτυπία του Μάρξ (ο αντι-εγελιανισμός του) έγκειται στον τρόπο, με τον οποίο το κοινωνικό σύστημα καθορίζεται από μια συνύπαρξη στοιχείων και οικονομικών σχέσεων, χωρίς να μπορούμε να τις παραγάγουμε διαδοχικά ακολουθώντας την ψευδαίσθηση μιας ψευδο-διαλεκτικής (2).
Τί συνυπάρχει μέσα στη δομή; Όλα τα στοιχεία, οι σχέσεις και οι αξίες σχέσεων, όλες οι μοναδικότητες που προσιδιάζουν στο θεωρούμενο πεδίο. Μια τέτοια συνύπαρξη δεν συνεπάγεται καμιά σύγχυση, καμιά απροσδιοριστία: πρόκειται για σχέσεις και στοιχεία διαφορικά που συνυπάρχουν μέσα σε ένα όλο που είναι πλήρως και τελείως καθορισμένο. Όμως αυτό το όλο δεν ενεργοποιείται ως τέτοιο. Αυτό που ενεργοποιείται εδώ και τώρα είναι οι τάδε σχέσεις, οι τάδε αξίες σχέσεων, η τάδε κατανομή μοναδικοτήτων. Άλλες ενεργοποιούνται αλλού ή σε άλλες στιγμές. Δεν υπάρχει ολική γλώσσα, που να ενσαρκώνει όλα τα φωνήματα και όλες τις δυνατές φωνηματικές σχέσεις παρά η δυνητική ολότητα της γλώσσας ενεργοποιείται ακολουθώντας αποκλειστικές κατευθύνσεις μέσα σε διάφορες γλώσσες, καθεμιά από τις οποίες ενσαρκώνει ορισμένες σχέσεις, ορισμένες αξίες σχέσεων και ορισμένες μοναδικότητες. Δεν υπάρχει ολική κοινωνία, παρά κάθε κοινωνική μορφή ενσαρκώνει ορισμένα στοιχεία, σχέσεις και αξίες παραγωγής (για παράδειγμα τον ''καπιταλισμό''). Οφείλουμε λοιπόν να διακρίνουμε την ολική δομή ενός τομέα ως σύνολο δυνητικής συνύπαρξης από τις υπο-δομές που αντιστοιχούν σε διάφορες ενεργοποιήσεις μέσα στον τομέα. Για τη δομή ως δυνητικότητα οφείλουμε να πούμε ότι είναι ακόμα αδιαφοροποίητη, παρότι είναι ολωσδιόλου και πλήρως διαφοροποιημένη. Για τις δομές που ενσαρκώνονται σε αυτή ή την άλλη ενεργή μορφή (παρούσα ή παρελθούσα) θα πρέπει να πούμε ότι διαφοροποιούνται, και ακριβώς το να ενεργοποιούνται σημαίνει για αυτές να διαφοροποιούνται. Η δομή είναι αξεχώριστη από αυτή τη διπλή όψη ή από αυτό το σύμπλεγμα, το οποίο μπορούμε να υποδηλώσουμε με τη λέξη διαφοροποίηση.
Κάθε διαφοροποίηση, κάθε ενεργοποίηση γίνεται ακολουθώντας δύο δρόμους: είδη και μέρη. Οι διαφορετικές σχέσεις ενσαρκώνονται σε ποιοτικά διακεκριμένα είδη, ενώ οι αντίστοιχες μοναδικότητες ενσαρκώνονται στα μέρη της καθεμιάς της στη γειτνίασή τους με τις μοναδικότητες της γλωσσολογικής δομής. Κι επίσης με τους ειδικά προσδιορισμένους τρόπους παραγωγής και τα οργανωμένα μέρη τους, που αντιστοιχούν σε καθένα από αυτούς τους τρόπους κτλ. Θα παρατηρήσουμε ότι η διαδικασία ενεργοποίησης συνεπάγεται πάντα μιαν εσωτερική χρονικότητα, που ποικίλει ανάλογα με ό,τι ενεργοποιείται. Όχι μόνο κάθε τύπος κοινωνικής παραγωγής έχει μια σφαιρική εσωτερική χρονικότητα, αλλά τα οργανωμένα μέρη του έχουν ιδιαίτερους ρυθμούς. Συνεπώς, η θέση του στρουκτουραλισμού απέναντι στο χρόνο είναι σαφέστατη: ο χρόνος είναι πάντα ένας χρόνος ενεργοποίησης, σύμφωνα με τον οποίο συντελούνται με διάφορους ρυθμούς τα στοιχεία της δυνητικής συνύπαρξης. Ο χρόνος βαίνει από το δυνητικό στο τωρινό, δηλαδή από τη δομή στις ενεργοποιήσεις της, και όχι από μια τωρινή μορφή σε μια άλλη. Ή τουλάχιστον ο χρόνος, ιδωμένος ως σχέση διαδοχής δύο τωρινών μορφών, αρκείται να εκφράζει αφηρημένα τους εσωτερικούς χρόνους της δομής ή των δομών, που πραγματώνονται κατά βάθος σε αυτές τις δύο μορφές, και τις διαφορετικές σχέσεις ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χρόνους. Επειδή ακριβώς η δομή δεν ενεργοποιείται χωρίς να διαφοροποιηθεί μέσα στο χώρο και στο χρόνο, χωρίς να διαφοροποιήσει τα είδη και τα μέρη που την πραγματώνουν, οφείλουμε να πούμε μ'αυτή την έννοια ότι η δομή παράγει αυτά τα είδη και αυτά τα μέρη. Τα παράγει ως διαφοροποιημένα είδη και μέρη, έτσι ώστε δεν μπορούμε πλέον να αντιπαραθέσουμε το γενικό στο δομικό και το χρόνο στη δομή. Η γένεση, όπως ο χρόνος, βαίνει από το δυνητικό στο ενεργό, από τη δομή στην ενεργοποίησή της. Οι δύο έννοιες της πολλαπλής εσωτερικής χρονικότητας και της στατικής ταξιθετικής γένεσης είναι υπ'αυτή την έννοια αξεχώριστες από το παιχνίδι των δομών (3).
Πρέπει να επιμείνουμε στον διαφοροποιητικό αυτόν ρόλο. Η δομή αφ'εαυτής είναι ένα σύστημα στοιχείων και διαφορικών σχέσεων. Επίσης όμως διαφοροποιεί τα είδη και τα μέρη, τα όντα και τις λειτουργίες, μέσα στις οποίες ενεργοποιείται. Είναι διαφορική αφ'εαυτής και διαφοροποιητική ως προς το αποτέλεσμά της. Σχολιάζοντας τον Lévi-Strauss ο Jean Pouillon όριζε με τον ακόλουθο τρόπο το πρόβλημα του στρουκτουραλισμού: άραγε μπορούμε να επεξεργαστούμε ''ένα σύστημα διαφορών που να μην οδηγεί ούτε στην απλή παράθεσή τους, ούτε στην τεχνητή τους εξάλειψη;''(4). Από αυτή την σκοπιά, το έργο του Georges Dumézil είναι παραδειγματικό, και μάλιστα από την ίδια την σκοπιά του στρουκτουραλισμού: κανείς δεν ανέλυσε καλύτερα τις διαφορές γένους και είδους ανάμεσα στις θρησκείες, και επίσης τις διαφορές των μερών και των λειτουργιών ανάμεσα στους θεούς της ίδιας θρησκείας. Οι θεοί μιας θρησκείας, για παράδειγμα ο Δίας, ο Άρης, ο Κουϊρίνος, ενσαρκώνουν στοιχεία και σχέσεις διαφορικές, ενώ συνάμα βρίσκουν τις στάσεις και τις λειτουργίες τους δίπλα στις μοναδικότητες του συστήματος ή στα ''μέρη της θεωρούμενης κοινωνίας'': συνεπώς διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τη δομή που ενεργοποιείται ή πραγματώνεται σε αυτούς και που τους παράγει ενεργοποιούμενη. Η αλήθεια είναι ό,τι καθένας από αυτούς, ιδωμένος μόνο στην ενεργή του υπόσταση, έλκει και αντανακλά τις λειτουργίες των άλλων, έτσι ώστε διακινδυνεύουμε να μην ξαναβρούμε αυτή την αρχέγονη διαφοροποίηση που τους παράγει από το δυνητικό στο ενεργό. Αλλά εδώ ακριβώς περνά το σύνορο ανάμεσα στο φανταστικό και στο συμβολικό: το φανταστικό τείνει να κατοπτρίσει και να ανακεφαλαιώσει πάνω σε κάθε όρο το ολικό αποτέλεσμα ενός συνολικού μηχανισμού, ενώ η συμβολική δομή εξασφαλίζει τη διαφοροποίηση των όρων και τη διαφοροποίηση των αποτελεσμάτων. Εξ ου και η εχθρότητα του στρουκτουραλισμού απέναντι στις καθόδους του φανταστικού (κριτική του Jung από τον Lacan, κριτική του Bachelard από τη ''νέα κριτική''). Η φαντασία διπλασιάζει και αντανακλά, προβάλλει και ταυτίζει, χάνεται μέσα σε παιχνίδια κατόπτρων, αλλά οι διακρίσεις που κάνει, όπως και οι αφομοιώσεις που επιτελεί, είναι επιφανειακά αποτελέσματα, που κρύβουν τους διαφορικούς μηχανισμούς μιας συμβολικής σκέψης που είναι λεπτοί με άλλο τρόπο. Σχολιάζοντας τον Dumézil, o Edmond Ortigues λέει πολύ σωστά: ''Όταν πλησιάζουμε την υλική φαντασία, η διαφορική λειτουργία μειώνεται, τείνει προς ισοδυναμίες. Όταν πλησιάζουμε στοιχεία που διαμορφώνουν την κοινωνία, η διαφορική λειτουργία αυξάνεται, και τείνουμε τότε προς διαφορικά σθένη'' (5).
Οι δομές είναι ασύνειδες, καθώς καλύπτονται αναγκαία από τα προϊόντα ή τα αποτελέσματά τους. Μια οικονομική δομή δεν υπάρχει ποτέ καθαρή, αλλά είναι επικαλυμμένη από νομικές, πολιτικές, ιδεολογικές σχέσεις, στις οποίες ενσαρκώνεται. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε, να βρούμε και να ξαναβρούμε τις δομές παρά μόνο ξεκινώντας από αυτά τα αποτελέσματα. Οι όροι και οι σχέσεις που τις ενεργοποιούν, τα είδη και τα μέρη που τις πραγματώνουν είναι εξίσου σχέδια όσο και εκφράσεις. Να γιατί ένας μαθητή του Lacan, oJ.A.Miller, σχηματίζει την έννοια μιας ''μετωνυμκής αιτιότητας'' ή ο Althusser την έννοια μιας καθεαυτό δομικής αιτιότητας, για να εξηγήσει την εντελώς ιδιαίτερη παρουσία μιας δομής μέσα στα αποτελέσματά της και τον τρόπο που διαφοροποιεί τα αποτελέσματά της, καθώς συνάμα αυτά την αφομοιώνουν και την ενσωματώνουν (6). Το ασυνείδητο της δομής είναι ένα διαφορικό ασυνείδητο. Θα πίστευε κανείς ότι ο στρουκτουραλισμός επιστρέφει σε μια προ-φρουδική αντίληψη για το ασυνείδητο: μήπως ο Freud δεν αντιλαμβάνεται το ασυνείδητο ως σύγκρουση δυνάμεων ή αντίθεση επιθυμιών, ενώ η μεταφυσική τουLeibniz πρότεινε ήδη την ιδέα ενός διαφορικού ασυνειδήτου μικρών αντιλήψεων; Αλλά στον ίδιο τον Freudυπάρχει ένα ολόκληρο πρόβλημα καταγωγής του ασυνειδήτου, της συγκρότησής του ως ''γλώσσας'' που ξεπερνά το επίπεδο της επιθυμίας, των συνειρμικών εικόνων και των σχέσεων αντίθεσης. Αντίστροφα το διαφορικό ασυνείδητο δεν αποτελείται από μικρές αντιλήψεις του πραγματικού και από οριακά περάσματα, αλλά από παραλλαγές των διαφορικών σχέσεων μέσα σε ένα συμβολικό σύστημα σε συνάρτηση με τις κατανομές των μοναδικοτήτων. Ο Lévi-Strauss έχει δίκιο να λέει ότι το ασυνείδητο δεν είναι επιθυμίες ούτε παραστάσεις, αλλά ότι είναι ''πάντα κενό'', συγκροτούμενο αποκλειστικά από δομικούς νόμους που επιβάλλει στις παραστάσεις όπως και στις επιθυμίες (7).
Το ασυνείδητο είναι πάντα ένα πρόβλημα. Όχι με την έννοια ότι η ύπαρξή του είναι τάχα αμφίβολη. Αλλά το ίδιο σχηματίζει τα προβλήματα και τις ερωτήσεις που λύνονται μόνο στο μέτρο που η αντίστοιχη δομή πραγματώνεται και που λύνονται πάντα σύμφωνα με τον τρόπο της πραγμάτωσής της. Γιατί ένα πρόβλημα έχει πάντα τη λύση που του αξίζει σύμφωνα με τον τρόπο που έχει τεθεί και με το συμβολικό πεδίο που διαθέτουμε για να το θέσουμε. Ο Althusser μπορεί να παρουσιάσει την οικονομική δομή μιας κοινωνίας ως το πεδίο προβλημάτων που αυτή θέτει, που είναι προσδιορισμένη να θέτει στον εαυτό της και που λύνει σύμφωνα με τα δικά της μέσα, δηλαδή σύμφωνα με τις διαφοροποιήσεις βάσει των οποίων ενεργοποιείται η δομή-λαβαίνοντας βέβαια υπόψη τους παραλογισμούς, τις αισχρότητες και τις ωμότητες που αυτές οι ''λύσεις'' συνεπάγονται λόγω της δομής. Όμοια ο Serge Leclaire, ακολουθώντας τον Lacan, μπορεί να διακρίνει τις ψυχώσεις από τις νευρώσεις, και τις νευρώσεις μεταξύ τους, όχι τόσο με βάση τύπους συγκρούσεων αλλά με βάση τρόπους επερωτήσεων, που βρίσκουν πάντα την απάντησή που αξίζουν σε συνάρτηση με το συμβολικό πεδίο όπου τίθενται: έτσι η ερώτηση για την υστερία δεν είναι εκείνη του ψυχοπαθούς (8). Σε όλα αυτά, προβλήματα και ερωτήσεις δεν υποδηλώνουν μια πρόσκαιρη και υποκειμενική στιγμή μέσα στην επεξεργασία της γνώσης μας, αλλά αντίθετα μια τέλεια αντικειμενική κατηγορία, ''αντικειμενικότητες'' πλήρεις και ολόκληρες που ανήκουν στη δομή. Το δομικό ασυνείδητο είναι διαφορικό, θέτει προβλήματα και ερωτήματα. Εν τέλει έχει, όπως θα δούμε, υφή σειράς.


5.ΠΕΜΠΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: Η ΣΕΙΡΑ


Εντούτοις όλο αυτό το κατασκεύασμα φαίνεται ακόμα ανίκανο να λειτουργήσει. Κι αυτό γιατί ακόμα καθορίσαμε μόνο το ήμισυ της δομής. Μια δομή κινείται κι εμψυχώνεται μόνο αν της αποδώσουμε και το έτερό της ήμισυ. Πράγματι, τα συμβολικά στοιχεία, που καθορίσαμε προηγούμενα, ιδωμένα μέσα στις διαφορικές τους σχέσεις, οργανώνονται αναγκαία σε σειρά. Ως τέτοια όμως αναφέρονται σε μια άλλη σειρά, συγκροτημένη από άλλα συμβολικά στοιχεία και άλλες σχέσεις: αυτή η αναφορά σε μια δεύτερη σειρά εξηγείται εύκολα, αν αναλογιστούμε ότι οι μοναδικότητες απορρέουν από όρους και σχέσεις της πρώτης, αλλά δεν αρκούνται στην αναπαραγωγή τους ή στην αντανάκλασή τους. Συνεπώς οργανώνονται από μόνες τους σε μιαν άλλη σειρά ικανή για μιαν αυτόνομη ανάπτυξη ή τουλάχιστον συσχετίζουν αναγκαία την πρώτη με μια τέτοια σειρά. Έτσι συμβαίνει με τα φωνήματα και τα μορφήματα. Ή με την οικονομική και άλλες κοινωνικές σειρές. Ή με την τριπλή σειρά του Foucault, την γλωσσολογική, την οικονομική και τη βιολογική, κτλ. Το ερώτημα, αν η πρώτη σειρά σχηματίζει μια βάση και με ποιό νόημα, αν είναι σημαίνουσα καθώς οι άλλες είναι μόνο σημαινόμενες, είναι ένα περίπλοκο ερώτημα, του οποίου δεν μπορούμε ακόμα να διασαφηνίσουμε την φύση. Οφείλουμε μόνο να διαπιστώσουμε ότι κάθε δομή έχει υφή σειράς, πολλαπλής σειράς, και χωρίς αυτήν τη συνθήκη δεν θα λειτουργήσει.
Όταν ο Lévi-Strauss ξαναπιάνει τη μελέτη του τοτεμισμού, δείχνει μέχρι ποιού σημείου το φαινόμενο αυτό παρεξηγήθηκε στο μέτρο που το ερμηνεύουμε με βάση την φαντασία. Γιατί η φαντασία, σύμφωνα με το νόμο της, εκλαμβάνει αναγκαία τον τοτεμισμό ως πράξη, με την οποία ένας άνθρωπος ή μια ομάδα ταυτίζονται με ένα ζώο. Αλλά από συμβολική σκοπιά πρόκειται για ολότελα άλλο πράγματα: όχι δηλαδή για την φανταστική ταύτιση ενός όρου με έναν άλλο, αλλά για τη δομή ομολογία των δύο σειρών των όρων.Από τη μια μεριά έχουμε μια σειρά ζωικών ειδών ιδωμένων ως στοιχείων διαφορικών σχέσεων, από την άλλη μεριά έχουμε μια σειρά κοινωνικών θέσεων, που οι ίδιες συλλαμβάνονται μέσα στις δικές τους σχέσεις: η αντιπαράθεση γίνεται ''ανάμεσα σε αυτά τα δύο συστήματα διαφορών'', σε αυτές τις δύο σειρές στοιχείων και σχέσεων (1).
Το ασυνείδητο κατά τον Lacan δεν είναι ατομικό ούτε συλλογικό, αλλά διυποκειμενικό. Δηλαδή συνεπάγεται μιαν ανάπτυξη σε σειρές: όχι μόνο το σημαίνον και το σημαινόμενο, αλλά και οι δύο σειρές τουλάχιστον οργανώνονται με πολύ μεταβλητό τρόπο σύμφωνα με το θεωρούμενο πεδίο. Ένα από τα περιφημότερα κείμενα του Lacan σχολιάζει το Κλεμμένο γράμμα του Edgar Poe, δείχνοντας πως η ''δομή'' σκηνοθετεί δύο σειρές, των οποίων οι θέσεις έχουν καταβληθεί από μεταβλητά υποκείμενα: βασιλιάς που δεν βλέπει το γράμμα. Βασίλισσα που χαίρεται επειδή το έκρυψε τόσο πιο καλά όσο πιο φανερό το άφησε. Υπουργός που βλέπει τα πάντα και παίρνει το γράμμα (πρώτη σειρά). Αστυνομία που δεν βρίσκει τίποτα στο κατάλυμα του υπουργού. Υπουργός που χαίρεται επειδή έκρυψε τόσο πιο καλά το γράμμα όσο πιο φανερό το άφησε. Ο Dupin που βλέπει τα πάντα και ξαναπαίρνει το γράμμα (δεύτερη σειρά). Ήδη σε προηγούμενο κείμενο ο Lacan σχολίαζε την περίπτωση του Ανθρώπου με τους ποντικούς πάνω στη βάση μιας διπλής σειράς, πατρικής και υικής, καθεμιά από τις οποίες έβαζε σε κίνηση τέσσερις όρους σύμφωνα με μια τάξη θέσεων: χρέος-φίλος, πλούσια γυναίκα-φτωχή γυναίκα (2).
Είναι αυτονόητο ότι η οργάνωση των σειρών που συγκροτούν μια δομή προϋποθέτει μιαν αληθινή σκηνοθεσία και σε κάθε περίπτωση απαιτεί εκτιμήσεις και ερμηνείες σαφείς. Δεν υπάρχει γενικός κανόνας. Φτάνουμε εδώ στο σημείο όπου ο στρουκτουραλισμός συνεπάγεται άλλοτε μιαν αληθινή δημιουργία κι άλλοτε μια πρωτοβουλία και μιαν ανακάλυψη που δεν γίνονται χωρίς κίνδυνο. Ο καθορισμός μιας δομής δεν γίνεται μόνο με την εκλογή βασικών συμβολικών στοιχείων και διαφορικών σχέσεων, όπου αυτά εισάγονται, ούτε βέβαια μόνο με την κατανομή μοναδικών σημείων που τους αντιστοιχούν. Αλλά επιπλέον με την συγκρότηση τουλάχιστον μιας δεύτερης σειράς, που διατηρεί περίπλοκες σχέσεις με την πρώτη. Και αν η δομή ορίζει ένα προβληματικό πεδίο, ένα πεδίο προβλημάτων, αυτό συμβαίνει με την έννοια ότι η φύση του προβλήματος αποκαλύπτει την ιδιάζουσα αντικειμενικότητά του μέσα σε αυτή την κατά σειρές συγκρότηση, που κάνει τον στρουκτουραλισμό να νιώθει καμιά φορά πολύ κοντά στη μουσική. Ο PhilippeSollers (3) γράφει ένα μυθιστόρημα, το Δράμα, όπου τον ρυθμό δίνουν οι εκφράσεις ''Πρόβλημα'' και ''Αστοχία'' και που στην πορεία του δουλεύονται ψηλαφητές σειρές (''ένας συνειρμός θαλάσσιων αναμνήσεων περνά στο δεξί του χέρι...αντίθετα το δεξί του πόδι φαίνεται να βρίσκεται υπό την επήρεια μεταλλικών συσσωματώσεων''). Ή πάλι ας αναφέρουμε την απόπειρα toy Jean-Pierre Faye, στο Analogues, που αφορά μια κατά σειρές συνύπαρξη αφηγηματικών τρόπων.
Αλλά τί είναι αυτό που εμποδίζει τις δύο σειρές να κατοπτρίσουν απλώς η μία την άλλη, και έτσι να εντοπίσουν τους όρους έναν προς έναν; Το σύνολο της δομής θα ξαναέπεφτε έτσι στην κατάσταση ενός σχήματος της φαντασίας. Ο λόγος που εξορκίζει έναν τέτοιο κίνδυνο φαινομενικά είναι παράδοξος. Πράγματι, οι όροι της κάθε σειράς καθαυτοί είναι αδιαχώριστοι από τις αποσυνδέσεις ή τις μεταθέσεις που υφίστανται σε σχέση με τους όρους της άλλης. Συνεπώς είναι αδιαχώριστοι από την παραλλαγή των διαφορικών σχέσεων. Στο Κλεμμένο Γράμμα ο υπουργός στη δεύτερη σειρά παίρνει τη θέση που είχε η βασίλισσα στην πρώτη σειρά. Στην υιική σειρά του Ανθρώπου με τα ποντίκια η φτωχή γυναίκα παίρνει τη θέση του φίλου σε σχέση με το χρέος. Σε μια διπλή σειρά πουλιών και διδύμων, που αναφέρει ο Lévi-Strauss, οι δίδυμοι, που είναι τα ''άνωθεν πρόσωπα'' σε σχέση με τα κάτωθεν πρόσωπα, παίρνουν αναγκαστικά τη θέση ''κάτωθεν πουλιών'' και όχι άνωθεν πουλιών (4). Αυτή η σχετική μετατόπιση των δύο σειρών δεν είναι καθόλου δευτερεύουσα. Δεν θίγει έναν όρο εξωτερικά και δευτερευόντως, σάμπως για να του προσδώσει μια φανταστική μεταμφίεση. Αντίθετα, η μετατόπιση είναι καθεαυτό δομική ή συμβολική: ανήκει ουσιαστικά στις θέσεις μέσα στο χώρο της δομής και καθορίζει έτσι όλες τις φανταστικές μεταμφιέσεις των όντων και των αντικειμένων που έρχονται δευτερευόντως να καταλάβουν αυτές τις θέσεις. Να γιατί ο στρουκτουραλισμός δείχνει τόσο ενδιαφέρον για τη μεταφορά και τη μετωνυμία. Αυτές δεν είναι διόλου σχήματα της φαντασίας, αλλά αρχικά δομικοί παράγοντες. Είναι μάλιστα οι δύο δομικοί παράγοντες με την έννοια ότι εκφράζουν τους δύο βαθμούς ελευθερίας της μετάθεσης από μια σειρά στην άλλη και στο εσωτερικό της ίδιας σειράς. Όχι μόνο δεν είναι φανταστικές, αλλά εμποδίζουν όσες σειρές εμψυχώνουν να συγχύσουν ή να αναδιπλασιάσουν φανταστικά τους όρους τους. Αλλά τί είναι αυτές οι σχετικές μετατοπίσεις, αν αποτελούν απολύτως μέρος των θέσεων της δομής;


6. ΈΚΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΚΟΥΤΙ


Φαίνεται ότι η δομή περικλείει ένα αντικείμενο ή στοιχείο πέρα για πέρα παράδοξο. Ας δούμε την περίπτωση του γράμματος στην ιστορία του Edgar Poe, όπως τη σχολιάζει ο Lacan, ή την περίπτωση του χρέους στον Άνθρωπο με τα Ποντίκια. Είναι φανερό ότι αυτό το αντικείμενο είναι εξόχως συμβολικό. Αλλά λέμε ''εξόχως'' επειδή δεν ανήκει σε καμιά σειρά ιδιαίτερα. Κι εντούτοις το γράμμα είναι παρόν μέσα στις δυο σειρές του Edgar Poe, όπως το χρέος είναι παρόν και στις δύο σειρές του Ανθρώπου με τα ποντίκια. Ένα τέτοιο αντικείμενο είναι πάντα παρόν μέσα στις αντίστοιχες σειρές, τις διασχίζει και κινείται μέσα σε αυτές, δεν παύει να κυκλοφορεί μέσα τους και από τη μια στην άλλη με μιαν εξαιρετική ευκινησία. Θα λέγαμε ότι το αντικείμενο τούτο αποτελεί την ίδια του την μεταφορά, την ίδια του την μετωνυμία. Οι σειρές σε κάθε περίπτωση συγκροτούνται από συμβολικούς όρους και διαφορικές σχέσεις. Αλλά αυτό φαίνεται να έχει άλλη φύση. Πράγματι, η ποικιλία των όρων και η παραλλαγή των διαφορικών σχέσεων προσδιορίζονται κάθε φορά σε σχέση με αυτό. Οι δύο σειρές μιας δομής πάντα αποκλίνουν (δυνάμει των νόμων της διαφοροποίησης). Αλλά αυτό το μοναδικό αντικείμενο είναι το σημείο σύγκλισης των αποκλινουσών σειρών ως τέτοιων. Είναι ''εξόχως'' συμβολικό, αλλά επειδή ακριβώς ενυπάρχει ταυτόχρονα και στις δύο σειρές. Πώς αλλιώς να το ονομάσουμε αν όχι Αντικείμενο=x, Αντικείμενο-αίνιγμα ή μέγα Κίνητρο; Εντούτοις μπορούμε να έχουμε αμφιβολίες: αυτό που μας καλεί ο Lacan να ανακαλύψουμε στις δύο περιπτώσεις, τον ιδιαίτερο ρόλο ενός γράμματος ή ενός χρέους, είναι άραγε ένα τέχνασμα επακριβώς εφαρμόσιμο σε αυτές τις περιπτώσεις ή μήπως είναι μια μέθοδος αληθινά γενική, έγκυρη για όλους τους δομικούς τομείς, κριτήριο για κάθε δομή, σάμπως μια δομή να μην οριζόταν χωρίς την αποδοχή ενός αντικειμένου=x που δεν παύει να διατρέχει τις σειρές; Σάμπως το λογοτεχνικό έργο, για παράδειγμα, ή το έργο τέχνης, αλλά και άλλα έργα επίσης, τα έργα της κοινωνίας, της ασθένειας, της ζωής γενικά, να έκλειναν εντός τους αυτό το εντελώς ιδιαίτερο αντικείμενο, που καθορίζει τη δομή τους, και σάμπως πάντα το ζήτημα να είναι το να βρούμε ποιός είναι ο Α ή ν'ανακαλύψουμε ένα x που περιέχεται μέσα στο έργο. Έτσι συμβαίνει με τα τραγούδια: η επωδός αφορά ένα αντικείμενο=x, ενώ οι στροφές σχηματίζουν τις αποκλίνουσες σειρές όπου αυτό κυκλοφορεί. Να γιατί τα τραγούδια παρουσιάζουν αληθινά μια στοιχειώδη δομή.
Ένας μαθητής του Lacan, ο André Green, σημειώνει την ύπαρξη του μαντηλιού που κυκλοφορεί μέσα στον Οθέλλο, διατρέχοντας όλες τις σειρές του έργου. Μιλούσαμε επίσης για τις δύο σειρές του πρίγκηπα της Ουαλλίας, του Φάλσταφ ή του πατέρα-κωμωδού, του Ερρίκου του Τέταρτου ή του βασιλικού πατέρα, δηλαδή τις δύο εικόνες του πατέρα. Το στέμμα είναι το αντικείμενο=x που διατρέχει τις δύο σειρές, με όρους και με σχέσεις διαφορετικές. Η στιγμή που ο πρίγκηπας δοκιμάζει το στέμμα, ενώ ο πατέρας του δεν είναι ακόμα νεκρός, σημαδεύει το πέρασμα από τη μια σειρά στην άλλη, τη μεταβολή των συμβολικών όρων και την παραλλαγή των διαφορικών όρων. Ο ετοιμοθάνατος γερο-βασιλιάς δυσαρεστείται και πιστεύει ότι ο γυιός του θέλει πρόωρα να ταυτιστεί μαζί του. Εντούτοις ο πρίγκηπας ξέρει να απαντήσει και να δείξει με λαμπρό τόπο ότι το στέμμα δεν είναι αντικείμενο μιας φανταστικής ταύτισης, αλλά αντίθετα εξόχως συμβολικός όρος, που διατρέχει όλες τις σειρές, την ποταπή σειρά του Φάλσταφ και τη μεγάλη βασιλική σειρά, και που επιτρέπει το πέρασμα από τη μία στην άλλη μέσα στην ίδια δομή. Υπήρχε, καθώς είδαμε, μια πρώτη διαφορά ανάμεσα στο φανταστικό και στο συμβολικό: ο διαφοροποιητικός ρόλος του συμβολικού, σε αντίθεση με τον αφομοιωτικό, αντανακλαστικό, διπλασιαστικό και επιτακτικό ρόλο του φανταστικού. Αλλά το δεύτερο σύνορο εμφανίζεται καλύτερα εδώ: ενάντια στον δυαδικό χαρακτήρα της φαντασίας, είναι ο Τρίτος που παρεμβαίνει ουσιαστικά μέσα στο συμβολικό σύστημα, που διανέμει τις σειρές, που τις μετατοπίζει σχετικά, τις κάνει να επικοινωνούν, παρότι εμποδίζει τη μία να επικαθήσει φανταστικά πάνω στην άλλη.
Χρέος, γράμμα, μαντήλι ή στέμμα: η φύση αυτού του αντικειμένου διευκρινίζεται από τον Lacan και έγκειται στο ότι είναι πάντα μετατοπισμένο σε σχέση με τον εαυτό του. Έχει ως ιδιότητα να μην είναι εκεί που το ζητάμε, αλλά επίσης να βρίσκεται εκεί όπου δεν είναι. Θα λέγαμε ότι ''λείπει από τη θέση του'' (και γι'αυτό δεν είναι κάτι πραγματικό). Επίσης ότι υπολείπεται της ίδιας του της ομοιότητας (και γι'αυτό δεν είναι εικόνα), ότι υπολείπεται της ταυτότητάς του (και για αυτό δεν είναι έννοια). ''Το κρυμμένο δεν είναι παρά αυτό που λείπει από τη θέση του, όπως λέει η κάρτα ενός τόμου όταν αυτός έχει χαθεί από τη βιβλιοθήκη. Και αυτός ο τόμος θα είναι είτε στο ράφι είτε κρυμμένος στο διπλανό κουτί, όσο εμφανής και αν είναι. Έτσι για το μόνο που μπορούμε να πούμε κατά γράμμα ότι λείπει από τη θέση του είναι αυτό που μπορεί να μεταβληθεί, δηλαδή το συμβολικό. Γιατί το πραγματικό, όποια αναταραχή και αν του προκαλέσουμε, υπάρχει πάντα και σε κάθε περίπτωση, το έχουμε κολλημένο στη σόλα μας, χωρίς να ξέρει τίποτα που να μπορεί να το εξοβελίσει''(1). Αν οι σειρές που διατρέχει το αντικείμενο=x παρουσιάζουν τώρα αναγκαία μετατοπίσεις σχετικές μεταξύ τους, αυτό συμβαίνει γιατί οι σχετικές θέσεις των όρων τους μέσα στη δομή εξαρτώνται αρχικά από την απόλυτη θέση του καθενός, την κάθε στιγμή, σε σχέση με το αντικείμενο=x που διαρκώς κυκλοφορεί, διαρκώς μετατοπίζεται σε σχέση με τον εαυτό του. Υπ'αυτή την έννοια η μετάθεση, και γενικότερα όλες οι μορφές ανταλλαγής, δεν αποτελεί χαρακτηριστικό που προστίθεται έξωθεν, αλλά τη θεμελιώδη ιδιότητα που επιτρέπει να καθορίσουμε τη δομή ως τάξη θέσεων υπό την παραλλαγή των σχέσεων (2). Ολόκληρη η δομή κινείται από αυτόν τον πρωτογενή Τρίτο-ο οποίος όμως λείπει από την ίδια του την καταγωγή. Κατανέμοντας τις διαφορές μέσα σε ολόκληρη τη δομή, προκαλώντας την παραλλαγή των διαφορικών σχέσεων με τις μεταθέσεις τους, το αντικείμενο=x συγκροτεί το διαφοροποιητικό στοιχείο της ίδιας της διαφοράς.
Τα παιχνίδια έχουν ανάγκη το άδειο κουτί, διαφορετικά τίποτα δεν θα προχωρούσε ούτε θα λειτουργούσε. Το αντικείμενο=x δεν διακρίνεται από τη θέση του, αλλά αυτή η θέση πρέπει να μετατοπίζεται διαρκώς, όπως το κενό κουτί πρέπει να αναπηδά ακατάπαυστα. Ο Lacan θυμίζει τη θέση του νεκρού στο μπρίτζ. Στις θαυμάσιες εισαγωγικές σελίδες του Οι λέξεις και τα πράγματα, όπου περιγράφεται ένας πίνακας του Βελάσκεθ, ο Foucault επικαλείται τη θέση του βασιλιά, σε σχέση με την οποία όλα μετατοπίζεται και ολισθαίνουν, ο Θεός και κατόπιν ο άνθρωπος, χωρίς ποτέ να την πληρούν (3). Δεν υπάρχει στρουκτουραλισμός χωρίς αυτόν τον βαθμό μηδέν. Ο Philippe Sollers και ο Jean Pierre Faye τέρπονται να ανακαλούν την τυφλή κηλίδα ως υποδηλωτική αυτού του αεικίνητου σημείου που περιλαμβάνει την τύφλωση, αλλά από το οποίο ξεκινώντας η γραφή γίνεται εφικτή, γιατί εκεί οι σειρές οργανώνονται ως αληθινά έσχατα στοιχεία των γραμμάτων του αλφάβητου. Ο J.A.Miller, στην προσπάθειά του να επεξεργαστεί μια έννοια δομικής ή μετωνυμικής αιτιότητας, δανείζεται από τον Frege τη θέση ενόςμηδενός, που ορίζεται ως κάτι που λείπει από την ίδια του την ταυτότητα και που καθορίζει την κατά σειρές συγκρότηση των αριθμών. Ακόμα και ο Lévi-Srauss, που από ορισμένες πλευρές είναι ο πιο θετικιστής από τους στρουκτουραλιστές, ο λιγότερο ρομαντικός, ο λιγότερο διατεθειμένος να συλλέξει ένα φευγαλέο στοιχείο, αναγνώριζε στο ''μάνα'' ή στα ισοδύναμά του την ύπαρξη ενός ''κυμαινόμενου σημαίνοντος'' που κυκλοφορεί μέσα στη δομή με μηδενική συμβολική αξία (4). Έτσι συνέδεε το φαινόμενο μηδέν τουJacobson, που δεν περιλαμβάνει καθαυτό κανένα διαφορικό χαρακτήρα ούτε φωνητική αξία, αλλά σε σχέση με το οποίο όλα τα φωνήματα τοποθετούνται μέσα στις δικές τους διαφορικές σχέσεις.
Αν αληθεύει ότι αντικείμενο της δομικής κριτικής είναι ο καθορισμός μέσα στη γλώσσα ''δυνητικοτήτων'' που προϋπάρχουν από το έργο, το έργο το ίδιο είναι δομικό όταν θέτει ως σκοπό του να εκφράσει τις δικές του δυνητικότητες. Ο Lewis Carrol κι ο Joyce επινοούσαν ''λέξεις-βαλίτσες'' ή γενικότερα προσωπικές λέξεις για να διασφαλίσουν την σύμπτωση ρηματικών ηχητικών σειρών και την συγχρονία συνδεόμενων σειρών από ιστορίες. Στο Finnegan's Wake ο κόσμος είναι ένα γράμμα που συνενώνει όλες τις σειρές του κόσμου. Στον Lewis Carrol η λέξη-βαλίτσα συνδηλώνει δύο τουλάχιστον βασικές σειρές (μιλώ και τρώγω, ρηματική και τροφική σειρά), που μπορούν από μόνες τους να διακλαδωθούν, όπως στο snark. Είναι λάθος να πούμε ότι μια τέτοια λέξη είναι δίσημη. Στην πραγματικότητα είναι άλλης υφής από τις λέξεις που έχουν ένα νόημα. Είναι το μη-νόημα που εμψυχώνει τουλάχιστον δύο σειρές και που τους παρέχει νόημα κυκλοφορώντας μέσα από αυτές. Αυτό, με την πανταχού παρουσία του, με την διηνεκή μετατόπισή του, παράγει το νόημα μέσα σε κάθε σειρά και από τη μια σειρά στην άλλη δεν παύει να κινεί από τον τόπο τους τις δύο σειρές. Είναι η λέξη=x καθόσον υποδηλώνει το αντικείμενο=x το προβληματικό αντικείμενο. Ως λέξη=x διατρέχει μια σειρά καθοριζόμενη ως σειρά του σημαίνοντος. Αλλά ταυτόχρονα ως αντικείμενο=x διατρέχει την άλλη σειρά, που ορίζεται ως σειρά του σημαινόμενου. Δεν παύει να προκαλεί και συνάμα να πληροί την παρέκκλιση ανάμεσα στις δύο σειρές: ο Lévi-Strauss το δείχνει αυτό σε σχέση με το ''μάνα'', το οποίο εξομοιώνεται με τη λέξη ''τρικ'' ή ''μηχανή''. Όπως είδαμε, με αυτόν τον τρόπο το μη-νόημα δεν είναι απουσία σημασίας, αλλά αντίθετα περίσσεια νοήματος ή εκείνο που χορηγεί νόημα στο σημαινόμενο και στο σημαίνον. Εδώ το νόημα εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της δομής, μέσα στην εμψύχωση των συστατικών της σειρών. Και αναμφίβολα οι λέξεις-βαλίτσες δεν είναι παρά μια μεθόδευση ανάμεσα στις άλλες για να διασφαλιστεί αυτή η κυκλοφορία. Οι τεχνικές του Raymond Roussel, όπως τις ανέλυσε ο Foucault, είναι άλλης υφής: θεμελιώνονται σε φωνηματικές διαφορικές σχέσεις ή σε ακόμα πιο περίπλοκες σχέσεις (5). Στον Mallarmé βρίσκουμε ολωσδιόλου διαφορετικού τύπου συστήματα σχέσεων ανάμεσα σε σειρές και κίνητρα που εμψυχώνουν. Σκοπός μας δεν είναι να αναλύσουμε το σύνολο των μεθοδεύσεων που έπλασαν και πλάθουν τη σύγχρονη λογοτεχνία, παίζοντας με μιαν ολόκληρη τοπολογία, με μιαν ολόκληρη τυπογραφία του ''μελλοντικού βιβλίου'', αλλά μόνο να σημειώσουμε σε όλες τις περιπτώσεις την αποτελεσματικότητα αυτού του άδειου κουτιού με τα δύο πρόσωπα: τη λέξη και συνάμα το πράγμα.
Σε τί συνίσταται άραγε αυτό το αντικείμενο=x; Τάχα είναι και οφείλει να είναι το διηνεκές αντικείμενο ενός αινίγματος, το perpetuum mobile; Αυτό θα ήταν ένας τρόπος να θυμίσουμε την αντικειμενική ευστάθεια που προσλαμβάνει η κατηγορία του προβληματικού μέσα στις δομές. Και εν τέλει η ερώτηση ''πώς αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό;'' είναι σωστό να μας οδηγήσει στο να θέσουμε κάποιο πράγμα που δε μπορεί να αναγνωριστεί ούτε να εξακριβωθεί η ταυτότητά του. Ας δούμε την ψυχαναλυτική απάντηση του Lacan: το αντικείμενο=x καθορίζεται ως φαλλός. Αλλά αυτός ο φαλλός δεν είναι ούτε το πραγματικό όργανο, ούτε η σειρά των εικόνων που συνδέονται ή δεν συνδέονται με αυτό: είναι συμβολικός φαλλός. Εντούτοις εδώ έχουμε να κάνουμε με σεξουαλικότητα, όχι με κάτι άλλο, και μάλιστα σε πείσμα των αέναα ανανεούμενων ευσεβών προσπαθειών στη ψυχανάλυση να εξορκιστούν ή να ελαχιστοποιηθούν οι σεξουαλικές αναφορές. Αλλά ο φαλλός εμφανίζεται όχι ως σεξουαλικό δεδομένο ούτε ως εμπειρικός προσδιορισμός ενός από τα φύλα, αλλά ως το συμβολικό όργανο, το οποίο θεμελιώνειολάκερη την σεξουαλικότητα ως σύστημα ή δομή, και σε σχέση με το οποίο κατανέμονται οι θέσεις που καταλαμβάνουν με παραλλάσσοντα τρόπο οι άντρες και οι γυναίκες, και επίσης οι σειρές των εικόνων και των πραγματικοτήτων. Ορίζοντας το αντικείμενο=x ως φαλλό δεν τίθεται ζήτημα να προσδώσουμε σε αυτό το αντικείμενο μιαν ταυτότητα, ταυτότητα αντίμαχη με την φύση του. Αντίθετα, ο συμβολικός φαλλός είναι εκείνο που λείπει στην ίδια του την ταυτότητα και που πάντα βρίσκεται εκεί όπου δεν είναι, αφού δεν είναι εκεί όπου το αναζητούμε, όντας πάντα μετατοπισμένο σε σχέση με τον εαυτό του, προς την πλευρά της μητέρας. Με αυτήν την έννοια είναι βέβαια το γράμμα ή το χρέος, το μαντήλι ή το στέμμα, το snark και το ''μάνα''. Ο πατέρας, η μητέρα κτλ, είναι συμβολικά στοιχεία περιμπλεγμένα μέσα σε διαφορικές σχέσεις, αλλά ο φαλλός είναι άλλο πράγμα, δηλαδή το αντικείμενο=x που καθορίζει τη σχετική θέση των στοιχείων και την μεταβλητή αξία των σχέσεων, κάνοντας ολόκληρη την σεξουαλικότητα μια δομή. Οι σχέσεις, ως σχέσεις ανάμεσα σε ''επιμέρους ενορμήσεις'', που συνιστούν τη σεξουαλικότητα, παραλλάσσουν σε συνάρτηση με τις μετατοπίσεις του αντικειμένου x.
Προφανώς ο φαλλός δεν είναι μια τελική απάντηση. Είναι μάλλον ο τόπος μιας ερώτησης, μιας ''αίτησης'' που χαρακτηρίζει το άδειο κουτί της σεξουαλικής δομής. Οι ερωτήσεις όπως και οι απαντήσεις ποικίλουν ανάλογα με τη θεωρούμενη δομή, αλλά ποτέ δεν εξαρτώνται από τις προτιμήσεις μας, ούτε από μια τάξη αφηρημένης αιτιότητας. Είναι φανερό ότι το άδειο κουτί μιας οικονομικής δομής, ως ανταλλαγής εμπορευμάτων, πρέπει να καθοριστεί εντελώς διαφορετικά: συνίσταται σε ''κάτι'' που δεν ανάγεται ούτε στους όρους ανταλλαγής, ούτε στην ίδια την ανταλλακτική σχέση, αλλά αποτελεί ένα τρίτο εξόχως συμβολικό σε διηνεκή μετατόπιση, σε συνάρτηση με το οποίο προσδιορίζονται οι παραλλαγές των σχέσεων. Αυτό είναι η αξία ως έκφραση μιας ''εργασίας εν γένει'' πέρα από κάθε ποιότητα εμπειρικά παρατηρήσιμη, τόπος της ερώτησης που διαπερνά ή διατρέχει την οικονομία ως δομή (6).
Απόρροια όλων αυτών είναι μια συνέπεια πιο γενική, που αφορά τις διάφορες ''τάξεις''. Αναμφίβολα, μέσα στην προοπτική του στρουκτουραλισμού δεν αρμόζει να ανακινήσουμε το πρόβλημα: υπάρχει άραγε μια δομή που καθορίζει όλες τις άλλες σε τελευταία ανάλυση; Για παράδειγμα, ποιό έρχεται πρώτο, η αξία ή φαλλός, το οικονομικό ή το σεξουαλικό φετίχ; Για πολλούς λόγους οι ερωτήσεις αυτές δεν έχουν νόημα. Όλες οι δομές είναι υπο-δομές. Οι τάξεις των δομών, η γλωσσολογική, η οικογενειακή, η οικονομική, η σεξουαλική κτλ, χαρακτηρίζονται από τη μορφή των συμβολικών τους στοιχείων, την ποικιλία των διαφορικών τους σχέσεων, το είδος των μοναδικοτήτων τους, εν τέλει και προπάντων από τη φύση του αντικειμένου=x που προεξάρχει στη λειτουργία τους. Άρα δεν θα μπορούσαμε να εδραιώσουμε μια τάξη γραμμικής αιτιότητας από τη μια δομή στην άλλη, παρά μόνο προσδίδοντας σε κάθε περίπτωση στο αντικείμενο=x το είδος εκείνο ταυτότητας που ουσιαστικά αποστρέφεται. Ανάμεσα σε δομές η αιτιότητα δεν μπορεί παρά να είναι ένας τύπος δομικής αιτιότητας. Βέβαια σε κάθε μια δομή το αντικείμενο=x δεν είναι διόλου κάτι που δεν μπορεί να γίνει γνωστό, κάτι καθαρά απροσδιόριστο. Μπορεί τέλεια να καθοριστεί, και μάλιστα μέσα στις μεταθέσεις του και με βάση τον τρόπο μετάθεσης που το χαρακτηρίζει. Απλώς δεν είναι εντοπίσιμο: δηλαδή δεν μπορεί να προσηλωθεί πάγια σε μια θέση, να ταυτιστεί με ένα γένος ή ένα είδος. Κι αυτό γιατί το ίδιο συνιστά το έσχατο γένος της δομής ή την ολική της θέση: αν έχει λοιπόν ταυτότητα είναι για να υπολείπεται από αυτή την ταυτότητα, αν έχει θέση είναι για να μετατεθεί αναφορικά με κάθε θέση. Έτσι, το αντικείμενο=x είναι για κάθε τάξη δομής ο άδειος ή ο διάτρητος τόπος που επιτρέπει σε αυτή την τάξη να συναρθρωθεί με τις άλλες, μέσα σε ένα χώρο που περιλαμβάνει τόσες κατευθύνσεις όσες και τάξεις. Οι τάξεις των δομών δεν επικοινωνούν στον ίδιο τόπο, αλλά όλες επικοινωνούν με τις άδειες θέσεις τους ή το αντίστοιχο αντικείμενο=x. Να γιατί, παρά κάποιες βιαστικές σελίδες του Lévi-Strauss, δεν θα πρέπει να απαιτήσουμε ένα προνόμιο για τις εθνογραφικές κοινωνικές δομές, θεωρώντας τις ψυχαναλυτικές σεξουαλικές δομές ως απλό εμπειρικό καθορισμό ενός λίγο ή πολύ αποκοινωνικοποιημένου ατόμου. Ακόμα και οι δομές της γλωσσολογίας δεν μπορούν να παρουσιαστούν ως ως συμβολικά στοιχεία ή ύστατα σημαίνοντα: κι αυτό ακριβώς στο μέτρο που οι άλλες δομές δεν αρκούνται να εφαρμόσουν κατ'αναλογία μεθόδους δανεισμένες από την γλωσσολογία, αλλά ανακαλύπτουν για λογαριασμό τους αληθινές γλώσσες, έστω και μη ρηματικές, που περιλαμβάνουν πάντα τα σημαίνοντά τους, τα συμβολικά τους στοιχεία και τις διαφορικές σχέσεις. Συνεπώς, ο Foucault, θέτοντας για παράδειγμα το πρόβλημα των σχέσεων εθνογραφίας-ψυχανάλυσης, έχει δίκιο να λέει: οι δομές ''τέμνονται ορθογώνια. Γιατί η σημαίνουσα αλυσίδα, από την οποία συνίσταται η μοναδική εμπειρία του ατόμου, είναι κάθετη ως προς το τυπικό σύστημα, από το οποίο ξεκινώντας συγκροτούνται οι σημασίες του πολιτισμού. Σε κάθε στιγμή η ιδιάζουσα δομή της ατομικής εμπειρίας βρίσκει μέσα στα συστήματα της κοινωνίας έναν ορισμένο αριθμό πιθανόν επιλογών (και αποκλεισμένων δυνατοτήτων). Αντίθετα, οι κοινωνικές δομές, σε καθένα από τα σημεία επιλογής τους, βρίσκουν έναν ορισμένο αριθμό πιθανών ατόμων (και άλλα που δεν είναι πιθανά)'' (7).
Μέσα σε κάθε δομή το αντικείμενο=x πρέπει να μπορεί να μας δείξει: α) τον τρόπο που υποτάσσει στην τάξη του τις άλλες τάξεις δομής, καθώς αυτές δεν παρεμβαίνουν παρά μόνο ως ενεργοποιητικοί παράγοντες β) τον τρόπο που το ίδιο υποτάσσεται στις άλλες τάξεις μέσα στη δική τους (και δεν παρεμβαίνει πια παρά μόνο στην ενεργοποίηση εκείνων) γ) τον τρόπο που όλα τα αντικείμενα=x και όλες οι τάξεις δομής επικοινωνούν μεταξύ τους, και κάθε τάξη καθορίζει μια διάσταση του χώρου όπου είναι απόλυτα πρώτη δ) τις συνθήκες μέσα στις οποίες, την τάδε στιγμή της ιστορίας ή στην τάδε περίπτωση, η τάδε διάσταση, που αντιστοιχεί σε εκείνη την τάξη δομής, δεν εκδιπλώνεται για τον εαυτό της και παραμένει υποταγμένη στην ενεργοποίηση μιας άλλης τάξης (η λακωνική έννοια της ''διάκλεισης'' θα είχε εδώ αποφασιστική σπουδαιότητα)


7. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ: ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΊΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΉ


Κατά μία έννοια οι θέσεις καταλαμβάνονται και πληρούνται από πραγματικά όντα στο μέτρο που η δομή είναι ''ενεργοποιημένη''. Αλλά κατά μία άλλη έννοια, μπορούμε να πούμε ότι οι θέσεις είναι ήδη πληρωμένες ή κατειλημμένες από τα συμβολικά στοιχεία, στο επίπεδο της ίδιας της δομής, και ότι αυτό που καθορίζει την τάξη των θέσεων γενικά είναι οι διαφορετικές σχέσεις αυτών των στοιχείων. Συνεπώς υπάρχει μια πρωταρχική συμβολική πλήρωση πριν από κάθε δευτερογενή πλήρωση ή κατάληψη από πραγματικά όντα. Μόνο που ξαναβρίσκουμε το παράδοξο του άδειου κουτιού. Γιατί αυτό είναι η μόνη θέση που δεν μπορεί ούτε πρέπει να πληρωθεί, έστω και από ένα συμβολικό στοιχείο. Οφείλει να διατηρήσει την τελειότητα του κενού του για να μεταθέτει σε σχέση με τον εαυτό του και για να κυκλοφορήσει μέσα στα στοιχεία και στις ποικίλες σχέσεις. Όντας το ίδιο συμβολικό, θα πρέπει να είναι σύμβολο ως προς τον ίδιο τον εαυτό του, και να υπολείπεται αιωνίως απέναντι στο ίδιο το ήμισύ του που θα μπορούσε να έρθει να το καταλάβει. (Εν τούτοις αυτό το κενό δεν είναι ένα μη ον ή τουλάχιστον αυτό το μη ον δεν είναι το είναι του αρνητικού, είναι το θετικό είναι του ''προβληματικού'', το αντικειμενικό είναι ενός προβλήματος και μιας ερώτησης). Να γιατί ο Foucault μπορεί να λέει: ''Δεν μπορούμε πλέον παρά να σκεπτόμαστε μέσα στο κενό του εξαφανισμένου ανθρώπου. Γιατί αυτό το κενό δεν σκάβει μια έλλειψη. Δεν προδιαγράφει ένα χάσμα προς πλήρωση. Δεν είναι τίποτε περισσότερο ή τίποτε λιγότερο από την εκδίπλωση ενός χώρου όπου εν τέλει είναι και πάλι δυνατό να σκεφτούμε'' (1).
Αλλά, αν η κενή θέση δεν πληρούται από έναν όρο, δεν παύει να συνοδεύεται από ένα στοιχείο εξόχως συμβολικό, που ακολουθεί όλες τις μεταθέσεις της: συνοδεύεται χωρίς να καταλαμβάνεται ούτε να πληρούται. Και τα δύο αυτά, το στοιχείο και η θέση, δεν παύουν να υπολείπονται το ένα ως προς το άλλο και να συνοδεύονται με αυτόν τον τρόπο. Για την ακρίβεια το υποκείμενο είναι το στοιχείο που ακολουθεί την άδεια θέση: όπως λέει ο Lacan, είναι λιγότερο υποκείμενο και περισσότερο υποταγμένο-υποταγμένο στο άδειο κουτί, στο φαλλό και στις μετατοπίσεις του. Η ευκινησία του δεν έχει το ταίρι της ή θα έπρεπε να μην το έχει. Έτσι το υποκείμενο είναι ουσιαστικά διυποκειμενικό. Η αναγγελία του θανάτου του Θεού ή του ανθρώπου δεν είναι τίποτα. Αυτό που βαραίνει είναι ο τρόπος. Ο Nietzsche έδειχνε ήδη ότι ο Θεός πεθαίνει με πολλούς τρόπους. Και ότι οι θεοί πεθαίνουν, αλλά από τα γέλια, ακούγοντας κάποιον Θεό να λέει ότι είναι ο Μόνος. Ο στρουκτουραλισμός διόλου δεν είναι μια σκέψη που καταργεί το υποκείμενο, αλλά μια σκέψη που το κατατέμνει και το κατανέμει συστηματικά, που αμφισβητεί την ταυτότητα του υποκειμένου, που το διαλύει και το κάνει να περνά από θέση σε θέση, υποκείμενο μοναδικό πάντα, καμωμένο από εξατομικεύσεις, αλλά απρόσωπες, ή μοναδικότητες, αλλά προ-ατομικές. Υπ'αυτή την έννοια και μόνο οFoucault μιλάει για ''διασπορά''. Και ο Lévi-Strauss δεν μπορεί να ορίζει ένα υποκειμενικό επίπεδο παρά μόνο στην εξάρτησή του από τις συνθήκες του Αντικειμένου, κάτω από τις οποίες συστήματα αλήθειας γίνονται μεταστρεπτά και συνεπώς ''ταυτόχρονα μπορούν να γίνουν δεκτά από πολλά υποκείμενα'' (2).
Έτσι δύο μεγάλα συμβεβηκότα της δομής μπορούν να οριστούν. Είτε το άδειο και κινητό κουτί δεν συνοδεύεται πλέον από ένα μοναδικό υποκείμενο και εδώ μέσα τονίζει αδρά την τροχιά του, οπότε το κενό του γίνεται μια αληθινή έλλειψη, ένα χάσμα. Είτε αντίθετα είναι πληρωμένο, κατειλημμένο από εκείνο που το συνοδεύει, οπότε η κινητικότητά του χάνεται μέσα στο αποτέλεσμα μιας πληρότητας ασάλευτης ή παγιωμένης. Επίσης θα μπορούσαμε να πούμε, με γλωσσολογικούς όρους, άλλοτε ότι το ''σημαίνον'' χάθηκε, ότι το ρεύμα του σημαινόμενου δε βρίσκει πλέον σημαίνον στοιχείο να το καταμετρήσει, άλλοτε ότι το ''σημαινόμενο'' έχει χαθεί, ότι η αλυσίδα του σημαίνοντος δε βρίσκει πλέον σημαινόμενο που να το διατρέχει: είναι οι δύο παθολογικές απόψεις της ψύχωσης (3). Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα, με όρους θεο-ανθρωπολογικούς, ότι άλλοτε ο Θεός μεγαλώνει την έρημο και ανοίγει ένα χάσμα στη γη, άλλοτε ότι ο άνθρωπος την γεμίζει, καταλαμβάνει τη θέση, και μέσα σε αυτή τη μάταιη μετατροπή μας κάνει να περνάμε από το ένα συμβεβηκός στο άλλο: να γιατί ο άνθρωπος και ο Θεός είναι οι δύο ασθένειες της γης, δηλαδή της δομής.
Το σημαντικό είναι να μάθουμε κάτω από ποιούς παράγοντες και σε ποιές στιγμές αυτά τα συμβεβηκότητα καθορίζονται μέσα σε δομές αυτής ή της άλλης τάξης. Ας δούμε και πάλι τις αναλύσεις του Athusseer και των συνεργατών του: από τη μια μεριά δείχνουν πως, μέσα στην οικονομική τάξη, οι περιπέτειες του άδειου κουτιού (η Αξία ως αντικείμενο =x) σφραγίζονται από το εμπόρευμα, το χρήμα, το φετίχ, το κεφάλαιο κτλ που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική δομή. Από την άλλη μεριά δείχνουν πώς γεννιούνται οι αντιφάσεις μέσα στη δομή. Εν τέλει, καθώς το πραγματικό και το φανταστικό, δηλαδή τα πραγματικά όντα, τα οποία έρχονται να καταλάβουν όσες θέσεις και ιδεολογίες εκφράζουν την εικόνα, που τα ίδια συνιστούν, καθορίζονται στενά από το παιχνίδι αυτών των δομικών περιπετειών και των αντιφάσεων που απορρέουν από εδώ. Όχι βέβαια πως οι αντιφάσεις είναι φανταστικές: είναι καθεαυτό δομικές, και χαρακτηρίζουν τα αποτελέσματα της δομής μέσα στον εσωτερικό χρόνο που της προσιδιάζει. Δεν θα λέγαμε λοιπόν ότι η αντίφαση είναι φαινομενική, αλλά απλώς ότι είναι παράγωγη: εκπηγάζει από το άδειο κουτί και από το γίγνεσθαί του μέσα στη δομή. Κατά γενικό κανόνα, το πραγματικό, το φανταστικό και οι σχέσεις τους γεννιούνται πάντα δευτερογενώς από τη λειτουργία της δομής, που αρχίζει έχοντας μέσα της τα πρωταρχικά της αποτελέσματα. Να γιατί αυτά, που μόλις αποκαλέσαμε συμβεβηκότα, δεν έρχονται από τα έξω στη δομή. Αντίθετα, πρόκειται για μια εμμενή ''τάση''. Πρόκειται για ιδεατά συμβάντα που αποτελούν μέρος της ίδιας της δομής και επηρεάζουν συμβολικά το άδειο κουτί ή το υποκείμενο. Τα αποκαλούμε ''συμβεβηκότα'' για να δηλώσουμε καλύτερα όχι τον χαρακτήρα της συμπτωματικότητας ή της εξωτερικότητας, αλλά αυτόν τον χαρακτήρα του πολύ ειδικού συμβάντος, που είναι εσωτερικό στη δομή, καθόσον αυτή η τελευταία δεν ανάγεται ποτέ σε μιαν απλή ουσία.
Έτσι ένα σύνολο περίπλοκων προβλημάτων τίθεται στον στρουκτουραλισμό αναφορικά με τις δομικές ''μετατροπές'' (Foucault) ή τις ''μορφές μετάβασης'' από μια δομή στην άλλη (Althusser). Οι διαφορετικές σχέσεις επιδέχονται νέες αξίες ή παραλλαγές πάντα σε συνάρτηση με το άδειο κουτί, το ίδιο όπως και οι μοναδικότητες γίνονται ικανές για νέες διανομές, που θεμελιώνουν μια άλλη δομή. Επίσης οι αντιφάσεις πρέπει να έχουν ''λυθεί'', δηλαδή η άδεια θέση να έχει απαλλαγεί από συμβολικά συμβάντα που την αποκρύπτουν ή την γεμίζουν, να έχει δοθεί στο υποκείμενο, που οφείλει να την συνοδεύει σε νέους δρόμους, χωρίς να την καταλαμβάνει ούτε να την εγκαταλείπει. Επίσης υπάρχει ένας στρουκτουραλιστικόςήρωας: δεν είναι ούτε Θεός ούτε άνθρωπος, ούτε προσωπικός ούτε απρόσωπος, είναι χωρίς ταυτότητα, καμωμένος από μη προσωπικές εξατομικεύσεις και από προ-ατομικές μοναδικότητες. Εξασφαλίζει τη διάσπαση μιας δομής, που έχει πληγεί από περίσσεια ή από έλλειψη, αντιθέτει το δικό του ιδεατό συμβάν στα ιδεώδη συμβάντα που μόλις ορίσαμε (5). Το αν εναπόκειται σε μια νέα δομή να μην ξαναρχίσει περιπέτειες ανάλογες με εκείνες της παλαιάς, να μην ξαναγεννήσει θανατηφόρες αντιφάσεις, αυτό εξαρτάται από την δύναμη αντίστασης και δημιουργίας αυτού του ήρωα, από την ευκινησία του να ακολουθήσει και να διασώσει τις μεταθέσεις, από τη δύναμή του να προκαλεί την παραλλαγή των σχέσεων και να ανακατανέμει τις μοναδικότητες, ρίχνοντας πάντα ζαριές. Ακριβώς αυτό το σημείο μετατροπής ορίζει μια πράξη, ή μάλλον τον ίδιο τον τόπου όπου η πράξη πρέπει να εγκατασταθεί. Γιατί ο στρουκτουραλισμός δεν είναι μόνο αξεχώριστος από τα έργα που δημιουργεί, αλλά επίσης και από μια πρακτικά αναφορικά με τα προϊόντα που ερμηνεύει. Είτε αυτή η πρακτική είναι θεραπευτική είτε πολιτική, πάντως υποδηλώνει ένα σημείο διαρκούς επανάστασης ή διαρκούς μεταβίβασης.
Αυτά τα τελευταία κριτήρια, από το υποκείμενο στην πράξη, είναι τα πιο σκοτεινά-είναι τα κριτήρια του μέλλοντος. Μέσα από τα έξι προηγούμενα χαρακτηριστικά, το μόνο που θελήσαμε ήταν να αντλήσουμε ένα σύστημα απηχήσεων ανάμεσα σε συγγραφείς πολύ ανεξάρτητους μεταξύ τους, που εξερευνούν πολύ διαφορετικές περιοχές, και επίσης τη θεωρία που προτείνουν οι ίδιοι γι'αυτές τις απηχήσεις. Στα διάφορα επίπεδα της δομής, στο πραγματικό και το φανταστικό, στα πραγματικά όντα και στις ιδεολογίας, το νόημα και η αντίφαση είναι ''αποτελέσματα'' που πρέπει να κατανοηθούν μετά από μια ''διαδικασία'', από μια διαφορική παραγωγή καθαυτό δομική, μια παράδοξη στατική ένεση φυσικών ''αποτελεσμάτων'' (οπτικών, ηχητικών κτλ). Τα βιβλία ενάντια στον στρουκτουραλισμό (ή ενάντια στο νέο μυθιστόρημα) δεν έχουν κατ'ουσία καμιά βαρύτητα. Δεν μπορούν να εμποδίσουν τον στρουκτουραλισμό να έχει μια παραγωγικότητα που είναι αυτή της εποχής μας. Κανένα βιβλίο ενάντια σε ο,τιδήποτε δεν έχει ποτέ καμιά βαρύτητα. Τα μόνα βιβλία που βαρύνουν είναι εκείνα που γράφονται ''για'' κάτι καινούργιο και μπορούν να το παραγάγουν.



ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Esprit, Νοέμβρης 1963, Seuil.
Cahiers pour l'analyse, αρ. 9, 1968, Seuil.
Qu'est-ce que le structuralisme? 1968, Seuil.
Musique en jeu, αρ. 5, 1971, Seuil.
Saussure (F. de): Cours de Linguistique générale, Lausanne, 1915.
Troubetskoi (N.S.): Principes de Phonologie, 1939.
Jacobson (R.): Essais de Linguistique générale, Éd. de Minuit, 1963,
Levi-Strauss (C): Les Structures élémentaires de la Parenté, 1947, 2η εκδ. Mouton, 1967.
Lévi-Strauss (C): Anthropologie structurale, 1958, Plon
Lévi-Strauss (C): Mythologiques, 4 τ., Plon, 1964-1972.
Lacan (J): Écrits, 1966, Seuil.
Althusser (L): Pour Marx, 1965, Maspero
Althusser (L): Lire le Capital, συλλογικό έργο, 2 τ., 1965, Maspero.
M. Foucault, Le Mots et le choses, 1966, Gallimard.


Παραπομπές


1. ΠΡΩΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ


(1) Βλ. J. Lacan, Écrits, σσ. 386-389.
(2) Αναμφίβολα ο J. Lacan προχωρεί περισσότερο απ' όλους στην πρωτότυπη ανάλυση της διάκρισης σε φανταστικό και συμβολικό. Αλλά αυτή η διάκριση, σε διάφορες μορφές, απαντάται σε όλους τους στρουκτουραλιστές.


2. ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: TOΠΙΚΟ Ή ΘΕΣΕΙ


(1) Bλ. Esprit, Νοέμβρης 1963.
(2) L. Althusser, Lire le Capital, τ. 2, σελ 152.
(3) M. Foucault, le mots et le choses, σσ. 329 κ.ε.
(4) J. Lacan, Écrits, σ.30.
(5) Lévi-Strauss βλ. Esprit, Νοέμβριος 1963.


3. ΤΡΙΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: ΤΟ ΔΙΑΦΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ


(1) Lévi-Strauss, Anthropologie structurale, σσ. 235 κ.ε.
(2) Στο ίδιο, σσ 343 κ.ε.
(3) S. Leclaire, ''Compter avec la Psychanalyse'', Cahiers pour l' analyse, αρ. 8.
(4) L. Althusser, Lire le Capital, τ. 2, σσ. 152-157 (βλ. επίσης É. Balibar, σσ.205 κ.ε).


4.ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: ΤΟ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟ, Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ


(1) R.Jacobson, Essais de linguistique générale, κεφ. 5.
(2) L. Althusser, Lire le Capital, 1, σ.82, σ.2, σ.44.
(3) Το βιβλίο το Jules Vuillemin Philosophie de l'algèbre (P.U.F. 1960) προτείνει ένα προσδιορισμό των δομών στα μαθηματικά. Επιμένει στην σπουδαιότητα μιας θεωρίας των προβλημάτων (ακολουθώντας τον μαθηματικό Abel) και των αρχών προσδιορισμού (προσδιορισμός αμοιβαίος, πλήρης και προοδευτικός σύμφωνα με τον Galois). Δείχνει με τί τρόπο οι δομές, υπ'αυτή την έννοια, δίνουν τα μόνα μέσα πραγμάτωσης των φιλοδοξιών μιας αληθινής γενετικής μεθόδου.
(4) Πρβλ, Les Temps Modernes, Ιούλιος 1956.
(5) Ε. Οrtigues, Le Discours et le symbole, Aubier, σ. 197. Ο Ortigues σημειώνει εξίσου τη δεύτερη διαφορά ανάμεσα στο φανταστικό και το συμβολικό: τον ''δυαδικό'' ή ''κατοπτρικό'' χαρακτήρα της φαντασίας, σε αντίθεση με τον Τρίτο, δηλαδή τον τρίτο όρο που ανήκει στο συμβολικό σύστημα.
(6) L. Althusser, Lire le Capital, τ.2, σσ 169 κ.ε.
(7) C.Lévi-Strauss, Anthropologie Structurale, σ.224.
(8) S.Leclaire, ''La mort dans la vie de l'obsédé'', La Psychanalyse, αρ.2, 1956.


5.ΠΕΜΠΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: Η ΣΕΙΡΑ


(1) C.Lévi-Strauss, Le totémisme aujourd'hui, σ.112.
(2) J.Lacan, Écrits, σ.15.
(3) J.Lacan, Le Mythe individuel du névrosé.
(4) A.Green, ''L'objet (a) de J.Lacan'', Cahiers pour l'analyse, αρ. 3, σ.32.


6.ΈΚΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΚΟΥΤΙ


(1) J.Lacan, Écrits, σ.25.
(2) M.Foucault, Les Mots et les Choses, κεφ. 1.
(3) J.A.Miller, La suture, Cahiers pour l'analyse, αρ.1
(4) C.Lévi-Strauss, Introduction à l'oeuvre de M.Mauss, σσ 49-59 (στο Marcel Mauss, Sociologie et Anthropologie, P.U.F, Paris).
(5) M.Foucault, Raymond Roussel
(6) Βλ. Lire le Capital, τ.1, σσ 242 κ.ε: την ανάλυση που κάνει ο Pierre Macherey στην έννοια της αξίας, δείχνοντας ότι αυτή καθυστερεί πάντα σε σχέση με την ανταλλαγή όπου εμφανίζεται.
(7) M.Foucault, Les mots et les choses, σ.392.


7. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ: ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΊΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΉ


(1) M.Foucault, Les Mots et les Choses, σ. 353.
(2) C.Lévi-Strauss, Le Cru et le cuit, σ.19.
(3) Βλ. το σχήμα που προτείνει ο S. Leclaire, ακολουθώντας τον Lacan, στο ''À la recherche des principes d' une psychothérapie des psychoses'', L' Évolution psychiatrique, 1958.
(4) Για τις μαρξιστικές έννοιες της ''αντίφασης'' και της ''τάσης'' βλ. τις αναλύσεις του É. Balibar στο Lire leCapital, τ.2, σσ. 296 κ.ε.
(5) Βλ. M.Foucault, Les Mots et les Choses, σ.230: η δομική μετατροπή: ''αν πρέπει να αναλυθεί λεπτομερώς, δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε να συμπυκνωθεί σε μια μοναδική φράση: είναι ένα ριζικό συμβάν, το οποίο κατανέμεται σε όλη την ορατή επιφάνεια της γνώσης και του οποίου μπορούμε να ακολουθήσουμε βήμα βήμα τα σημεία, τους κλονισμούς, τα αποτελέσματα''.

Πηγή http://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/gilles-deleuze.html