Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ Περικλής Τσιτσάνης

Διαβάστε μετά την ανάλυση τους διαλόγους απ'όπου ανέβασα την φωτογρ΄.

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ *

Περικλής Τσιτσάνης (Άλλα άρθρα του στο μπλογκ του http://ptsitsanis.wordpress.com/)


Στην ραψωδία λ της Οδύσσειας, τη «Νέκυια», ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη με εντολή της Κιρκης για να πάρει χρησμό από τον Τειρεσία και να μάθει το τέλος του νόστου του. Δεν είναι η πρώτη κάθοδος ζωντανού στον Άδη· έχουν προηγηθεί ο Ηρακλής,ο Ορφέας και ο Θησέας. Ο σκοπός όμως είναι διαφορετικός. Η επίσκεψη του Οδυσσέα αφορά το μέλλον του πάνω στη γη: για να γυρίσει στην Ιθάκη πρέπει πρώτα να πεθάνει ζωντανός, να γίνει δισθανής, όπως λέει η Κίρκη. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει στη δαιμονική αυτή γυναίκα επειδή δεν κατόρθωσε να τον μεταμορφώσει σε χοίρο όπως τους συντρόφους του, αλλά ταυτόχρονα και η ανταπόδοση της ηδονικής γυναίκας στην ηδονή που της προσέφερε επί ένα χρόνο ο Οδυσσέας. Φτάνοντας στον κάτω κόσμο ο Οδυσσέας τελεί τις απαραίτητες σπονδές και θυσίες και αμέσως οι ψυχές των πεθαμένων, σαν σκιές, ξεπροβάλλουν και τρέχουν προς το αίμα. Πρώτη η ψυχή του συντρόφου του Ελπήνορα και ακολουθούν της Αντίκλειας, μητέρας του Οδυσσέα, του Τειρεσία, του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα, του  Αίαντα, της Αλκμήνης κ.α. Ο Ελπήνωρ είναι ο πιο νέος σύντροφος του Οδυσσέα. Με σαλεμένο νου και μεθυσμένος έχει γκρεμιστεί από το δώμα της Κίρκης και έχει βρεί οικτρό θάνατο.Το σώμα χωρίζει από την ψυχή· το σώμα παραμένει άταφο, η ψυχή βυθίζεται στον κάτω κόσμο. Πρέπει να ταφεί το γρηγορότερο για να ησυχάσει η ψυχή του στον Άδη.

Μόλις τον είδα δάκρυσα και τον συμπόνεσε η καρδιά μου,

αμέσως τον προσφώνησα, κι όπως του μίλησα,

τα λόγια μου πέταξαν σαν πουλιά:

«Ελπήνορα, πως έφτασες εδώ, κάτω στο ζοφερό σκοτάδι;

με πρόλαβες πεζοπορώντας, εμένα με το μαύρο μου καράβι».

Στα λόγια μου βογκώντας εκείνος αποκρίθηκε:

«Γέννημα του Διός, γιέ του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,

με σύντριψε ενός δαίμονα μοίρα κακή και το άμετρο κρασί·

στης Κίρκης το παλάτι, στον ύπνο βυθισμένος πλάγιασα στο

δώμα

κι ο νους μου σκοτισμένος δεν μ’άφησε να κατεβώ την ίδια

σκάλα την ψηλή που ανέβηκα· γκρεμοτσακίστηκα με το κεφάλι

από τη στέγη· έτσι συντρίφτηκαν οι αστράγαλοι

στον σβέρκο μου, κι ευθύς στον Άδη κατέβηκε η ψυχή μου .

Μα τώρα σε ξορκίζω, στο όνομα εκείνων που σου λείπουν,

για τη γυναίκα σου μιλώ, για τον πατέρα που μικρόν

σ’ανάθρεψε,

για τον Τηλέμαχο που μόνον του, μοναχογιό τον άφησες στο

σπίτι.

Το ξέρω, μόλις αναχωρήσεις από τους δόμους του Άδη, θα πιάσεις

πάλι στο νησί της Αίας με το καλόχτιστο καράβι σου.

Εκεί λοιπόν σαν φτάσεις, παρακαλώ σε, άρχοντα μου, να με

θυμηθείς·

μη φύγεις και μ’αφήσεις άταφον, άκλαυτο,

κι έτσι με χωριστείς, μήπως σου γίνω η αφορμή και πέσει πάνω

σου οργή θεού· πρώτα κάψε το σώμα μου, μαζί και τ’άρματα μου,

τα δικά μου· ύστερα σήμα ανύψωσε για χάρη μου

στο περιγιάλι της θαλάσσης-ενός που η δυστυχία τον τσάκισε,

να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν.

Κι όταν μ’αυτά τελειώσεις, στήριξε το κουπί στον τύμβο μου,

αυτό που είχα ζωντανός, όσο κωπηλατούσα με τους άλλους μου

συντρόφους».

Μου μίλησε, κι εγώ στον λόγο του αποκρίθηκα:

«Ώ δύστυχε, όσα ζητάς θα γίνουν, δεν θα σου λείψει τίποτε».

(Οδύσσεια, ραψ.λ, στ.51-80)1

Διαβάστε τη ραψωδία  κι εδώ με απόδοση του Στυλιανού Αλεξίου :
http://poihtikakailogotexnikaanalogia.blogspot.gr/2014/04/2-1986.html

Ο Οδυσσέας τήρησε την υπόσχεσή του και με το χάραμα της άλλης μέρας το σώμα του Ελπήνορα τάφηκε και η ψυχή του στον Άδη ησύχασε. Κι αν η ταφή του έγινε με καθυστέρηση μιάς περίπου μέρας, η ανάσταση του Ελπήνορα συντελέστηκε 28 αιώνες αργότερα, όταν το 1917 διακόπηκε η λογοτεχνική του νάρκη από τον Ezra Pound. Εν τω μεταξύ, είκοσι χρόνια νωρίτερα, το 1897, ο Freud είχε ήδη ξεκινήσει τη δική του κάθοδο στον κάτω κόσμο της ανθρώπινης ψυχής, όταν αποκήρυξε την θεωρία της αποπλάνησης και άρχισε να ξεθάβει τις υποκείμενες φαντασιώσεις των ασθενών του.

Από το 1917 λοιπόν αρχίζει η δεύτερη ζωή του Ελπήνορα που γίνεται γνωστή στην Ελλάδα μόλις το 1939, όταν ο Σεφέρης μεταφράζει τα Cantos I, XIII και XXX του Ezra Pound2

 Στο σημείο αυτό όμως προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Γιατί από όλους τους ενοίκους του Άδη που συναντά ο Οδυσσέας ανασταίνεται μόνον ο Ελπήνορας; Γιατί δεν έχουν την ίδια τύχη η Αντίκλεια, με την σπαρακτική σκηνή της συνάντησής της με τον γιό της, ή ο Αχιλλέας με τον μεστό νοημάτων διάλογό του με τον Οδυσσέα; Με άλλα λόγια: γιατί ανασταίνεται ένας αντιήρωας; Κι ακόμα: γιατί οι συγκεκριμένοι ποιητές ανασταίνουν στο έργο τους τον Ελπήνορα; Γιατι ο Ezra Pound και όχι ο T .S. Elliot; Γιατί ο Σεφέρης και ο Σινόπουλος και όχι ο Ελύτης ή ο Εγγονόπουλος; Κρατάμε τις απαντήσεις ανοικτές, έχοντας βέβαια στον νου μας ότι υπάρχουν τόσοι Ελπήνορες όσοι και οι δημιουργοί τους, αλλά και το ότι όταν εμφανίζεται ο Ελπήνωρ πολλές φορές στο έργο του ίδιου ποιητή είναι πάντα λιγότερο ή περισσότερο διαφορετικός. Η μοίρα του Ομηρικού Ελπήνορα στον 20° αιώνα είναι οι διαρκείς μεταμορφώσεις του.

Στο Canto I ο Pound, παραφράζοντας τον Όμηρο, περιγράφει την σκηνή της συνάντησης του Οδυσσέα με τον Ελπήνορα, ο οποίος χαρακτηρίζεται: «Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ’όνομα μελλούμενο».

Η λέξη «άμοιρος» που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης στη μετάφρασή του σηματοδοτεί την εικόνα του δικού του Ελπήνορα όπως θα εμφανιστεί στη συνέχεια στην ποίησή του.
Για πρώτη φορά ο Ελπήνωρ ζωντανεύει στο Σεφερικό ποιητικό σύμπαν στο ποίημα «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» που γράφει σε καιρό πολέμου (1942) και στην ξενιτιά
(Νότιος Αφρική).
(Διαβάστε το εδώ με αναλύσεις του :
 http://poihtikakailogotexnikaanalogia.blogspot.gr/2014/04/blog-post_7919.html )
« Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε , φτωχέ μου Ελπήνωρ! »3
Στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, όπου όμως μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος, ο Ελπήνωρ κάνει την δεύτερη και πιο έντονη εμφάνισή του.
Είναι το 1946 και η περίφημη ΚΙΧΛΗ. Το δεύτερο από τα τρία μέρη της επιγράφεται: Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ.
(Διαβάστε τα ποιήματα από τη ΚΙΧΛΗ εδώ με απαγγελία του ίδιου του Γ. Σεφέρη : : http://poihtikakailogotexnikaanalogia.blogspot.gr/2014/04/blog-post_21.html )
Στο κέντρο του ποιήματος η συνομιλία ενός άνδρα με μία γυναίκα, ενός άνδρα που:
« Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος ».
Το κλίμα του ποιήματος είναι άκρως ηδυπαθές και μελαγχολικό.
Νοσηρό. Η ερωτική επιθυμία καταπνίγεται και ο χωρισμός μοιάζει αναπόφευκτος. Η αναγγελία του θανάτου από την φωνή του ψυχαμοιβού ακούγεται ίσως και ανακουφιστικά:
«...υπερτερεί συντριπτικώς, Ο πόλεμος....» .
Τρία χρόνια αργότερα ο Σεφέρης στο δοκίμιό του «Μιά σκηνοθεσία για την Κίχλη» επισημαίνει αναδρομικά την «τύχη» του Ελπήνορα στην ποίησή του και εκφράζει τα προσωπικά του
συναισθήματα γι’ αυτόν. Τονίζει ότι ο Ελπήνωρ «εμφανίζεται είτε σαν ατομικός είτε σαν ομαδικός χαραχτήρας . Όσο μπορώ να θυμηθώ θα άρχιζα από τη Στροφή. Οι «ανίδεοι και χορτάτοι» που φάγανε τα γελάδια του Ήλιου, είναι Ελπήνορες· το ίδιο θα έλεγα για τους υπομονετικούς της «Άρνησης». Στο Μυθιστόρημα, οι «Αργοναύτες», υποταγμένοι και σιωπηλοί, το ίδιο χωρίς αμφιβολία».5
Για τον Σεφέρη λοιπόν οι Ελπήνορες είναι: ηλίθιοι, φτωχοί, ανίδεοι, χορτάτοι, υποταγμένοι, υπομονετικοί, άμοιροι, σιωπηλοί. Η τύχη τους ανάλογη: «Και είναι σωστό να μην τους θυμάται κανείς: δεν είναι ήρωες, είναι Ελπήνορες». Και συνεχίζει με τόνο εξομολογητικό:
«Ίσως ρωτήσεις γιατί γράφω με συμπάθεια γι’ αυτούς. Μα γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σ’αυτή την κατηγορία, ανάμεσα στους ήρωες και στους Θερσίτες, είναι οι πιο συμπαθητικοί...Δε λέω: αγαπητοί ή
αξιοθαύμαστοι· λέω: συμπαθητικοί, αισθηματικοί, μέσοι, και σπαταλημένοι ... Έχω ακόμη την εντύπωση πως μερικοί αφήνουνται να πιστέψουν πώς ο Ελπήνορας είμαι εγώ...Ο Ελπήνορας είμαι εγώ , όπως ο Bouvard ή ο Pecuchet είναι ο Flaubert …Ο Ελπήνωρ μου ανήκει όσο το χρώμα που δείχνει ανήκει στο χαμαιλέοντα. Κάποτε έχω συμπόνια για δαύτον, όμως πιο συχνά έχω μεγάλη αντιδικία για τα μαλακά πράγματα που αντιπροσωπεύει και που νιώθουμε γύρω μας σαν τα στεκάμενα νερά».5

Ο προβληματισμός του για τη συνεχή παρουσία του Ελπήνορα στην ποίησή του, ήδη από τα τέλη του 1929, αποτυπώνεται και σε μια ημερολογιακή καταγραφή στις 20 Ιουνίου 1948. Αντιγράφει από
δημοσίευμα της εφημερίδας Καθημερινή: «...ο καθηγητής Logre περιέγραψε μίαν νόσον χαρακτηριζομένην "από την ατελή έγερσιν εκ του ύπνου με διαταραχάς παροδικάς της μνήμης" και οδηγούσαν εις ατυχήματα ερμηνευόμενα κακώς μέχρι σήμερον και από το περιβάλλον του ασθενούς και από τα δικαστήρια και από τους ιατρούς ακόμη· έδωσε εις την νόσον αυτήν το όνομα “Le syndrome d’Elpenor”, διότι ήδη ο... Όμηρος περιγράφει με “καταπληκτικήν ακρίβειαν παρατηρήσεως” περιστατικόν της νόσου εις την Οδύσσειαν,όπου ο Οδυσσεύς διηγείται το θανατηφόρον ατύχημα το επισυμβάν ειςένα σύντροφόν του, τον Ελπήνορα, κατά την διαμονήν του πλησίον της
Κίρκης». Και σχολιάζει ο Σεφέρης: «Το σύνδρομο του Ελπήνορα. Λοιπόν πρέπει να προσέχουμε τι γράφουμε· μπορεί, ποιός ξέρει, να γίνει κάποτε επίσημη αρρώστεια».6

Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο βιογράφος του Roderick Beaton, θα μιλήσει για την ταύτιση του Σεφέρη με τον Ελπήνορα χωρίς διστακτικότητα: «Η κληρονομιά του εσωστρεφούς, “ηδονικού”
Ελπήνορα, είναι μια παραλλαγή του παλαιότερου εαυτού του ίδιου του Γιώργου».7

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Ρίτσος γράφει ένδεκα σύντομα ποιήματα με βάση την Οδύσσεια8
. Τρία από αυτά: «Ευρύλοχος», «Συγγνώμη» και «Μη ήρωας» συνδιαλέγονται με την σχετική ποίηση
του Σεφέρη. Επί πλέον, στο «Μη ήρωας», ο Ρίτσος κάνει ανοικτή ερωτική εξομολόγηση στον Ελπήνορα, αν και κρύβει και τον εαυτό του και τον ήρωά του και χρησιμοποιεί ως άλλοθι τον Όμηρο:
ΜΗ-ΗΡΩΑΣ
Αυτός, που, ακούγοντας το βήμα των συντρόφων του
να ξεμακραίνει πάνω στα χαλίκια, μες στη μέθη του,
αντί να κατεβεί τη σκάλα που’ χε ανέβει, πήδησε ίσα
τον τράχηλό του κόβοντας, έφτασε πρώτος
μπροστά στο μαύρο στόμιο. Κι ούτε του χρειαστήκαν
εκείνες οι μαντείες του Τειρεσία. Κι ούτε που άγγιξε
το αίμα του μαύρου κριαριού. Το μόνο που ζήτησε
ήταν μια πήχη τόπος στ’ ακρογιάλι της Αιαίας
κ’ εκεί να στήσουν το κουπί του-εκείνο που’ λαμνε
πλάι στους συντρόφους του. Τιμή, λοιπόν, και δόξα
στ’ όμορφο παλικάρι. Αλαφρόμυαλο το’ παν. Ωστόσο
μήπως δε βοήθησε κ’ εκείνο κατά δύναμη
στο μεγάλο ταξίδι τους; Για τούτο, κιόλας, ο Ποιητής
το μνημονεύει χώρια, αν και με κάποια περιφρόνηση,
κ’ ίσως γι’ αυτό ακριβώς με πιότερο έρωτα .

Παρά τη δυναμική της εμφάνιση στο ποίημα αυτό, η μορφή του Ελπήνορα έχει ισχνή παρουσία στο συνολικό έργο του Ρίτσου, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στο έργο του Σεφέρη και κυρίως του
Σινόπουλου.
Ολόκληρο το έργο του Τάκη Σινόπουλου έχει χαρακτηριστεί «συνεχής μελέτη θανάτου, Νέκυια εν προόδω»9
.Ο Ελπήνωρ και κυρίως η «εμπειρία του Ελπήνορα», συνιστούν τον πυρήνα της ποίησής του, η πορεία της οποίας εγκαινιάζεται το 1944 με το ποίημα ΕΛΠΗΝΩΡ. Χαρακτηριστικές οι δύο πρώτες λέξεις: Τοπίο θανάτου. Από τότε το φάσμα του Ελπήνορα, με διάφορες μορφές, στοιχειώνει την ποιητική του παραγωγή και όχι μόνο. Γιατί αν οι νεκροί του εμφυλίου ζωντανεύουν διαρκώς στο ποιητικό του έργο, ο θάνατος στην προσωπική του ζωή είναι επίσης διαρκώς παρών. Ώς συνοικιακός παθολόγος γιατρός για χρόνια στον Περισσό, ο Σινόπουλος συναναστρέφεται και περιθάλπει ανθρώπους του καθημερινού μόχθου και περορισμένης μόρφωσης. Δεν είναι ο απόμακρος γιατρός, δένεται με τους ασθενείς του, συμμετέχει στις χαρές και στις λύπες τους.
«Κάθε άρρωστος που μου πεθαίνει, λαβαίνω ένα τραύμα. Έπειτα από τόσα χρόνια δουλειάς το κορμί μου είναι γιομάτο παλιές και πρόσφατες πληγές».10

Δεν χρειάζεται κανείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός αναγνώστης, για να διακρίνει τις πληγές του Σινόπουλου στην ποίηση του, που σε μεγάλο τμήμα της είναι ξεκάθαρα αυτοβιογραφική.
Άλλωστε ο ίδιος δεν το έκρυψε: «Πρέπει να το ξεκαθαρίσω οριστικά. Τα πρόσωπα που ζωντανεύουν και κρατάνε την αφήγηση, χρόνια με κατοικούν μονίμως. Δεν είναι επινοήσεις, πρόχειρες κατασκευές. Δεν είναι ανεύθυνες φανταστικές φιγούρες». Κι ακόμα: «Σε τούτο το έργο, αν καλοκοιτάξεις, υπάρχει αυτή η υπόγεια συνέχεια, κρυφή αλυσίδα, κάτι αφανέρωτες ανταποκρίσεις, δίχτυ πολύπλοκο ή αθόρυβος μηχανισμός. Στο πάνω πάτωμα κινούνται ρυθμικά τα επιπολής
στοιχεία, λέξεις, δεσίματα κι αναφορές, στοιβάδες, στρώματα της γλώσσας. Στο κάτω πάτωμα χωνεύει ο μύθος. Μην προσπαθήσεις να τον βγάλεις από τη φωλιά του, δεν εξαγοράζεται. Είναι ένα ζώο ογκώδες και κακό, δε θέλει φώς, δαγκώνει τη σιωπή του».11
Στην τόσο γλαφυρή και οξεία εξομολόγησή του ο Σινόπουλος, χωρίς να το επιδιώκει και να το καταλαβαίνει, σκιαγραφεί την πρώτη τοπική, τη συμπύκνωση, τη μετάθεση, την πρωτογενή και δευτερογενή διαδικασία, τους ελεύθερους συνειρμούς, τις άμυνες, την αρνητική θεραπευτική αντίδραση, τον ρόλο του αναλυτή, τον Έρωτα και τον Θάνατο, δηλ. τη ψυχανάλυση.

Το 1965 προλογίζοντας την ανάγνωση ποιημάτων του στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, αναφέρθηκε στην παρουσία του Ελπήνορα στη ποίησή του :
 «Θα μου επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μας Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας μέσα από το πεδίο του Άρεως, κάθησα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος και η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε από μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φριχτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942. Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον
«Ελπήνορα». Αλλά εκείνο που για μένα ειχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε  αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής μου».12

Ο Ελπήνωρ σημάδεψε κυριολεκτικά και το τέλος του Σινόπουλου, καθώς πέθανε ξαφνικά την ημέρα της Ανάστασης, ανήμερα του Πάσχα, εν μέσω φίλων και συγγενών, το 1981.

Εκτός από τους τρείς προαναφερθέντες και πολλοί άλλοι Νεοέλληνες ποιητές, έστω και στοιχειωδώς, ασχολήθηκαν με τον Ελπήνορα. Ενδεικτικά ονόματα: Δημήτρης Χριστοδούλου, Ηλίας
Λάγιος, Θανάσης Κωσταβάρας, Αλέξης Τραϊανός.¹³ Δύο από αυτούς είχαν τέλος ανάλογο με του Ελπήνορα.
Σημαντικό ρόλο παίζει ο Ελπήνωρ και σε τέσσερα νεοελληνικά
θεατρικά έργα:
«Το κάτω πάτωμα του Ζήση Οικονόμου» (1947), «Οδύσσεια» του Μανώλη Σκουλούδη (1961), «Οδυσσέα, γύρισε σπίτι» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1966) και «Ξενοδοχείον “Η Κίρκη”» του
Δημήτρη Χριστοδούλου (1966).13

Έξω από τα ελλαδικά σύνορα , η παρουσια του Ελπήνορα , μετά τον Pound, ανιχνεύεται :
1. στον Οδυσσέα του James Joyce (π.1920), όπου περιγράφεται
η ταφή ενός σύγχρονου Ελπήνορα, στο επεισόδιο του Άδη. Πρόκειται
για τον ταλαίπωρο Paddy Dignam που πεθαίνει από το πολύ πιοτό.
2. στην ομώνυμη νουβέλα του Giraudoux (1919).
3. στο ποίημα ΕΛΠΗΝΩΡ 1933 του ΜcLeish.
4. στην ομώνυμη νουβέλα του Σουηδού Βίλλυ Σύρκλουντ
(1986) και
5. στη θεατρική κωμωδία ΑΡΙΑΔΝΗ του Γάλλου Michel Deon
(1992).13,14
Και επειδή, όπως λέγεται, η τέχνη αντιγράφει τη ζωή, οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα δεν ξέφυγαν από αυτόν τον κανόνα. Ο Ελπήνωρ έγινε λογοτεχνικό ψευδώνυμο, όνομα εκδοτικού οίκου,
όνομα βιβλιοπωλείου και μεζεδοπωλείου. Στην τελευταία περίπτωση το ενδιαφέρον είναι ότι ο ιδιοκτήτης του, λόγιος εστιάτωρ και πρώην ναυτικός, Οδυσσέας Λεοντιάδης (πραγματικό όνομα), σκοτώθηκε οδηγώντας μεθυσμένος.13

Στη δεκαετία του ΄60 συναντάμε έναν άνδρα με τα μυαλά του Ελπήνορα σε λαϊκό τραγούδι. Με τη φωνή του Μανώλη Αγγελόπουλου τον ακούμε να απευθύνεται στη γυναίκα του και να
δικαιολογείται για την απουσία του την προηγούμενη νύχτα :

Χθες το βράδυ είχα μπλέξει
σ’ ένα γλέντι φιλικό
είχε όμορφες γυναίκες
και ξεχάστηκα ναρθώ.

Στο πιοτό, στην παραζάλη
με ξελόγιασαν τα κάλλη.

Όμορφες που ήταν όλες
μ΄έβαλαν κρασί να πιώ
μ΄έστρωσαν κι ένα ντιβάνι
κι έπεσα να κοιμηθώ.

Συχώρα με μουρμούρα μου
Χτυπούσε η καρδούλα μου.


Η χαριτωμένη επιπολαιότητα αυτού του άνδρα, φαίνεται από το όλο συναισθηματικό κλίμα του τραγουδιού, τελικά να συγχωρείται.
Αντιθέτως, στην περίπτωση του ήρωα στη ταινία Match point του Woody Allen, που εμφανίζει την ίδια ανώριμη και αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, η κατάληξη είναι τραγική καθώς οι Ερινύες έχουν τον
πρώτο λόγο.

Με βάση τα παραπάνω θα περίμενε κανείς την ενεργό παρουσία του Ελπήνορα και στην ψυχαναλυτική σκέψη, ιδίως κατά την προπολεμική περίοδο. Ο μύθος, βέβαια, είναι χωνευμένος στο κάτω πάτωμα, όπως θα ’λεγε ο Σινόπουλος, της ψυχαναλυτικής θεωρίας και αναγνωρίζεται εύκολα στη καθημερινή κλινική πράξη. Στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία όμως, απ’ όσο γνωρίζω, σαφής αναφορά στο μυθικό πρόσωπο του Ελπήνορα γίνεται μόνον άπαξ.

Στο περιοδικό THE PSYCHOANALYTIC QUARTERLY, το 1958, υπάρχει καταχωρημένη περιληπτική αναφορά άρθρου , που είχε δημοσιευτεί την προηγούμενη χρονιά στο περιοδικό Psychosomatic Medicine. Συγγραφέας ο Hans Kleinschmidt και τίτλος “Ο θάνατος του
Ελπήνορα”. Η περίληψη έχει ως εξής:

«Ο θάνατος του Ελπήνορα στην Οδύσσεια προσφέρει ένα ψυχοδυναμικό μοντέλο αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς σε έφηβους άνδρες. Ο Οδυσσέας, ο πρωταρχικός πατέρας, έχει μεταξύ άλλων στη συντροφιά του τον Ελπήνορα, έναν νεαρό λίγο μεγαλύτερο από τον γιό
του Τηλέμαχο, τον οποίον έχει αφήσει πίσω στο σπίτι. Η σιωπηρή αγάπη του Ελπήνορα προς τον Οδυσσέα, αποτυχαίνει στην αμυντική της λειτουργία απέναντι στις απωθημένες του αιμομικτικές
ενορμήσεις, όταν νιώθει ότι τον απορρίπτει. Η αναβίωση αυτών των αιμομικτικών επιθυμιών γίνεται μετά την σαγήνη που ασκεί στον Οδυσσέα η ξελογιάστρα Κίρκη. Η επιθετικότητα του Ελπήνορα προς
τον Οδυσσέα, η αρνητική συνιστώσα του δεσμού συμπάθειας, στρέφεται προς τον εαυτό του. Η αυτοκτονία του εμπεριέχει συμβολικά την τιμωρία για τις επιθυμίες του και την εκπλήρωση της
επιθυμίας: επανενώνεται με την μητέρα. Επί πλέον ο θάνατός του συνιστά κατηγορία εναντίον του Οδυσσέα».15
Εκτός από αυτήν την άμεση ψυχοδυναμική προσέγγιση στην εμπειρία του Ελπήνορα, η κάθοδός του Οδυσσέα στον Άδη και η συνάντησή του με τις σκιές – ψυχές των νεκρών, χρησιμοποιήθηκε από
τον Freud για να αναπτύξει, κατά καιρούς, θεωρητικές του απόψεις. Σε μια σημείωση στην «Ερμηνευτική των Ονείρων», που παρεμπιπτόντως ο Didier Anzieu την συγκρίνει με την Οδύσσεια16, καθώς η πρώτη της έκδοση έχει 24 κεφάλαια, όσες δηλ. και οι ραψωδίες, ο Freud μιλώντας
για τις ασυνείδητες επιθυμίες και την συμμετοχή τους στην δημιουργία του ονείρου τις παρομοιάζει με τις σκιές στον Άδη: «Θεωρώ ότι η συνειδητή επιθυμία μπορεί να γίνει υποκινητής ονείρου μόνον αν καταφέρει να αφυπνίσει μια ταυτόσημη ασυνείδητη επιθυμία προς ενίσχυσή της... όπως και οι σκιές στον κάτω κόσμο της Οδύσσειας που επιστρέφουν στη ζωή μόλις πιούν αίμα... Η επιθυμία που
εκφράζεται στο όνειρο είναι παιδική».17

Οδυσσέας και Ελπήνωρ λοιπόν ταυτόσημοι, ή με άλλα λόγια μια πλευρά του Οδυσσέα είναι Ελπήνωρ, είναι Τηλέμαχος, είναι δηλ. ο παιδικός του εαυτός, το ασυνείδητό του. Όποτε ο Οδυσσέας δεν ήταν σε πλήρη επαφή με τον εαυτό του, επήλθε καταστροφή. Όταν οι σύντροφοι του άνοιξαν τον ασκό μέσα στον οποίον ο Αίολος είχε κλείσει όλους τους αγέρηδες, εκτός από τον Ζέφυρο, ο Οδυσσέας κοιμότανε. Όταν στο νησί του Ήλιου οι σύντροφοί του έσφαξαν και έφαγαν τα βόδια του Ήλιου, επίσης. Και στις δύο περιπτώσεις ο Οδυσσέας ταυτίζεται απόλυτα με τον Ελπήνορα που γκρεμοτσακίζεται.
Το τίμημα, βέβαια, είναι διαφορετικό. Ο Ελπήνωρ χάνει τη ζωή του, ο Οδυσσέας τους συντρόφους του.
Το 1915 στο δοκίμιό του «Επίκαιρες σκέψεις για τον πόλεμο και τον θάνατο», σχολιάζοντας τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις περί θανάτου κατά την εξέλιξη της ανθρωπότητας και
ειδικότερα την πίστη στη μετά θάνατο ζωή, ο Freud παραθέτει ένα απόσπασμα της συνομιλίας του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα στον Άδη:

«Εσένα όμως, Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε
από όσους έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ρθούν στο
μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν νά’ σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι’ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου».
Σ’ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα
γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιός,
παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών...»
(Οδύσσεια, ραψ. λ, στ. 482-491)18 16

Οι μονοθεϊστικές θρησκείες δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη κι ο Αχιλλέας διαλέγει την μαχητική θέση. Προτιμότερο δηλ. Ελπήνωρ και ζωντανός, παρά Αχιλλέας και νεκρός. Στην αναλυτική διαδικασία θα
μιλούσαμε για την αμυντική λειτουργία μιας ανάλογης φαντασίωσης.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να σκεφτούμε τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ Freud και Οδυσσέα, αφ’ ενός, και των συντρόφων τους αφ’ ετέρου. Σήμερα μάλιστα που έχει εκδοθεί μεγάλο μέρος της
αλληλογραφίας του Freud, το να χαρακτηρίσουμε την ζωή του Οδύσσεια, δεν είναι υπερβολή. Όλη του η ζωή, επιστημονική και προσωπική, υπήρξε ένας αγώνας. Αγώνας για να μην σβήσει η φλόγα
της ψυχανάλυσης από τις ποικίλες και διαρκείς επιθέσεις, αλλά και αγώνας για να υπάρχει φλόγα κυριολεκτικά στη θερμάστρα του σπιτιού του19.
Κι αν στη δεύτερη περίπτωση η αρωγή του Eitingon στη δύσκολη εποχή μετα τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν πολύτιμη και καθοριστική, στον αγώνα του για την υπεράσπιση της ψυχανάλυσης
ήταν κατά βάση μόνος. Το ότι βγήκε νικητής οφείλεται στο ότι, σε αντίθεση, με τον Οδυσσέα δεν τον λύγισε ποτέ η διάθεση για «ύπνο».
Αντίθετα, όποτε αντιλαμβανότανε αυτόν τον γλυκό πειρασμό, τότε ήταν που άνοιγαν τα μάτια του περισσότερο και προχωρούσε σε νέες ανακαλύψεις.
Βέβαια κι ο Οδυσσέας έφτασε τελικά στην Ιθάκη, στην περίπτωση όμως του Freud δεν διακυβευόταν μόνον η προσωπική του τύχη, αλλά και η τύχη του ψυχαναλυτικού κινήματος. Το ότι είχε πλήρη επίγνωση της Οδυσσεϊκής του μοίρας, αποδεικνύεται από το motto που θέτει στο έργο του «Για την ιστορία του ψυχαναλυτικού κινήματος»20. «Fluctuat nec mergitur», δηλ. «κλυδωνίζεται, αλλά δεν
βυθίζεται». Προέρχεται από τον θυρεό της πόλης των Παρισίων όπου εικονίζεται ένα καράβι. Την ρήση αυτή ο Freud είχε χρησιμοποιήσει ήδη το 1899, σε επιστολή του στον Fliess, για αυτοχαρακτηρισμό21.

Όσον αφορά στις ομοιότητες του Ελπήνορα με πολλούς από τους συντρόφους του Freud, νομίζω ότι αβίαστα μπορουμε να τις επισημάνουμε στους Adler, Jung, Tausk και πιο ξεκάθαρα στον Ferenczi, λόγω της έντονης προσωπικής τους σχέσης. Ο «αρχικά τόσο άξιος και αργότερα τόσο παραστρατημένος»22, κατά τον χαρακτηρισμό του Freud,Wilhelm Stekel, ταυτίζεται επίσης με τον Ελπήνορα, το πνεύμα του οποίου ήταν παρόν στο Μόναχο το 1913, στο τέταρτο ψυχαναλυτικό συνέδριο, δικαιώνοντας, όπως ευθαρσώς δέχεται ο Freud, τον καθηγητή Ψυχιατρικής Alfred Hoche που παλιότερα είχε μιλήσει απαξιωτικά για τους ψυχαναλυτές, σε μια εκδήλωση βέβαια
της γνωστής επιθετικότητας της ακαδημαϊκής ιατρικής κοινότητας, αλλά και του φόβου απέναντι στα καινά δαιμόνια που εισήγαγε η Ψυχανάλυση23.

Εκατό χρόνια αργότερα τα καινά αυτά δαιμόνια εξακολουθούν να φοβίζουν και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Σημαντική μερίδα των σύγχρονων ψυχαναλυτών, και όχι μόνο στις ΗΠΑ, δεν θεωρεί
χρήσιμες την σεξουαλικότητα και την μεταψυχολογία. Βέβαια η απόρριψη της σεξουαλικότητας εκδηλώθηκε ήδη στα χρόνια του Freud, όχι όμως με τον γενικευμένο χαρακτήρα των τριών τελευταίων δεκαετιών. Ο Andre Green με το, κατά τη γνώμη μου, κλασσικό και εμβληματικό άρθρο του: “Has sexuality anything to do with psychoanalysis”24, αλλά και με το συνολικό του έργο, αποτελεί
παράδειγμα, ευτυχώς όχι μοναδικό, Οδυσσεϊκής στάσης στη σύγχρονη ψυχαναλυτική σκέψη. Αντίθετα τη στάση του Ελπήνορα διαλέγουν ουκ ολίγοι, που μακάριοι σαν τον σύντροφο του Οδυσσέα, επινοούν ερωτήματα και απαντήσεις του είδους “Ενόρμηση ή επιθυμία;” (Holt 1976). Kαι η απάντηση: “Η ενόρμηση είναι νεκρή, ζήτω η επιθυμία”.
“Μεταψυχολογία - ποιός τη χρειάζεται;”. Απάντηση: “Κανείς” (Meissner 1981).
Τέλος: “Υπάρχει ακόμα μεταψυχολογία;” με την υπονοούμενη, βέβαια, αρνητική απάντηση (Modell 1981). Ο τελευταίος διακηρύσσει το 1990 με απόλυτη σιγουριά: “Ο όρος
ένστικτο ή ενόρμηση δεν υφίσταται πλέον” 25.

Τα παραδείγματα, βέβαια, είναι ενδεικτικά. Αρκεί κανείς να ξεφυλλίσει τα σύγχρονα ψυχαναλυτικά περιοδικά για να διαπιστώσει, όπως τονίζει ο Green, την απουσία της σεξουαλικότητας από τα άρθρα
με κλινικές παρουσιάσεις. Κατά τη γνώμη του, αυτό είναι αποτέλεσμα της τρέχουσας επικέντρωσης στις αντικειμενοτρόπους σχέσεις, στις προγεννητικές καθηλώσεις, στη μεθοριακή παθολογία και σε τεχνικές που προέρχονται από την παρατήρηση της ανάπτυξης του παιδιού. Αν η σταθερή ρότα για την οποία πάλεψε ο Freud βασίζεται στη σεξουαλικότητα, ο κλυδωνισμός σήμερα του καραβιού είναι
μεγαλύτερος, γιατί η άρνησή της είναι καθολικότερη. Η σκιά του Ελπήνορα πέφτει πιο βαριά και η πρόκληση για την αντιμετώπισή της καθίσταται επιτακτικότερη. Κατ’ ουσίαν όμως, το φαινόμενο αυτό δεν είναι καινούργιο, αλλά σύγχρονη μεταμόρφωση ενός και μοναδικού:
των αντιστάσεων που προβάλλουν οι άνθρωποι στην ψυχανάλυση.
Αυτός είναι ο κανόνας και δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση οι ψυχαναλυτές ...
Η πτώση και ο θάνατος του Ελπήνορα συνιστούν μια μορφή της φαντασίωσης ευνουχισμού. Είναι ο τρόπος που διαλέγει ο Ελπήνωρ προκειμένου να κλέψει τον Οδυσσέα από την Κίρκη, ταυτιζόμενος με αυτήν. Η ναρκισσιστική επένδυση του πέους, υπερισχύει της λιβιδινικής επένδυσης της πατρικής φιγούρας. Η αποφυγή της απειλής ευνουχισμού, που σφραγίζει την απαγόρευση της αιμομιξίας, οδηγεί στην κατάλυση του Νόμου, πάνω στον οποίο στηρίζεται η ανθρώπινη τάξη. Κι εκεί, βέβαια, παραμονεύει ο θάνατος.

Στη καθημερινή κλινική πράξη ο θάνατος ή καλύτερα η ενόρμηση θανάτου εκδηλώνεται συνεχώς και με διάφορες μορφές .Η επιθετικότητα προς τον αναλυτή, η αντιδραστικότητα, σε μερικές
περιπτώσεις συνεχής και αμείωτη, το acting out, ο αρνητισμός, η επίθεση στο setting, η άρνηση του βασικού κανόνα, η παλινδρόμηση που ακολουθεί την βελτίωση από την πρόοδο της ανάλυσης, με δύο λόγια η αρνητική θεραπευτική αντίδραση. «Οι περισσότεροι άνθρωποι», έλεγε ο Freud, «δεν θέλουν, στη πραγματικότητα, την ελευθερία, γιατί η ελευθερία απαιτεί υπευθυνότητα που τη φοβούνται».
Κι ακόμη: «Η ψυχαναλυτική εμπειρία μας έχει διδάξει ότι το καλύτερο είναι πάντοτε εχθρός του καλού και ότι σε κάθε φάση της ανάρρωσης του ασθενούς έχουμε να παλέψουμε με την αδράνειά του, που πρόθυμα ικανοποιείται με μια ατελή τακτοποίηση ...Οι αμυντικοί μηχανισμοί εναντίον παλαιών κινδύνων, επανέρχονται στη θεραπεία ως αντιστάσεις προς την ίαση. Το εγώ αντιμετωπίζει την ίαση ως νέο κίνδυνο» 26.
Μία από τις μεταμορφώσεις της στάσης του Ελπήνορα στην αναλυτική διαδικασία είναι ο ύπνος κατά την διάρκεια της συνεδρίας.
Τα λόγια ενός ασθενούς είναι χαρακτηριστικά. Όταν σε μια συνεδρία ξύπνησε μετά από 30΄ ύπνου μου είπε: «Πάλι δεν μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοικτά. Ντρέπομαι γι’ αυτό ...Νιώθω ότι δεν κάνω κάτι που όφειλα να κάνω». Στις φράσεις αυτές, που εμπεριέχουν και την διάσταση της παλινδρόμησης και την διάσταση της επιθετικότητας, αναγνωρίζονται εύκολα οι ρίζες της ενδοψυχικής σύγκρουσης που ο Freud ανέδειξε την παγκοσμιότητά της, μέσω του Οιδιποδείου
συμπλέγματος, και οι ποιητές, ως ευαίσθητοι δέκτες και εκφραστές των ανθρώπινων παθών, αποτυπώνουν στο έργο τους. Κι ο Ελπήνωρ δεν μπορούσε να λείψει από αυτό. Γιατί υπήρχαν ο Οδυσσέας και η Κίρκη, γιατί εν αρχή ην η σεξουαλικότητα.
( * Κείμενο ομιλίας στο ΕΙΚΨ, 22/03/2006
Ευχαριστώ τον ποιητή Νάσο Βαγενά για την ευγενική βοήθειά του.)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Οδύσσεια, Νέκυια. Μτφρ Δ.Ν. Μαρωνίτη, σελ.13-15.Στιγμή 1994
2. Γιώργος Σεφέρης. ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, σελ.57-68.Ικαρος, 1978
3. Γιώργος Σεφέρης. Ποιήματα, σελ.196. Ίκαρος 1976
4. Γιώργος Σεφέρης. Ποιήματα, σελ.221. Ίκαρος 1976
5. Γιώργος Σεφέρης. "Μια σκηνοθεσία για την «Κίχλη». ΔΟΚΙΜΕΣ Β'.
σελ. 30. Ίκαρος 1981
6. Γιώργος Σεφέρης. Μέρες Ε', σελ.123. Ίκαρος 1977
7. Ρόντρικ Μπήτον. Γιώργος Σεφέρης-Περιμένοντας τον Άγγελο,
σελ.410. Ωκεανίδα 2003
8. Μαρτυρίες, σειρά δεύτερη,1966
9. Γ.Π. Σαββίδης. Μεταμορφώσεις του Ελπήνορα (Από τον Πάουντ στον
Σινόπουλο), σελ. 31. Ερμής 1981
10. Τάκης Σινόπουλος. Νυχτολόγιο, σελ. 30. Κέδρος 1978
11. Τάκης Σινόπουλος. Ο Χάρτης, σελ.15. Κέδρος 1977
12. Δημήτρης Κοσμόπουλος. Έθνεα νεκρών. Η Λέξη, τχ.185, σελ. 316,
Ιούλ.-Σεπτ. 2005
13. Νάσος Βαγενάς. Ο Ελπήνωρ μεταμοντέρνος. Στο "Σημειώσεις από το
τέλος του αιώνα", σελ.248. Κέδρος 1999 21
14. Νάσος Βαγενάς. Ο Ποιητής και ο Χορευτής, σελ.271. Κέδρος 1980
15. THE PSYCHOANALYTIC QUARTERLY 27:609, 1958.
Psychosomatic Medicine.XIX, 1957. The death of Elpenor. Hans
Kleinschmidt
16. Didier Anzieu. Freud’s Self Analysis, σελ.460. I.U.P.1986
17. Sigmund Freud. The Interpretation of Dreams (1900), S.E.5, σελ.553
18. Sigmund Freud. Thoughts for the Times on War and Death (1915),
S.E.14, σελ.294
19. Ilse Grubrich-Simitis. "How Are You Managing with Heating and
Lighting, Herr Professor?" On the Publication of the Freud-Eitingon
Correspondence. Psychoanalytic Quarterly,74:943-976, 2005
20. Sigmund Freud. On the History of the Psychoanalytic Movement
(1914), S.E.14, σελ.7
21. Sigmund Freud. The Complete Letters of Sigmund Freud to Wilhelm
Fliess 1887-1904.Trans. and ed. J.M. Masson. Harvard University Press
1985, σελ.374
22. Sigmund Freud. On the History of the Psychoanalytic Movement
(1914), S.E.14, σελ.19
23. Sigmund Freud. On the History of the Psychoanalytic
Movement(1914), S.E. 14, σελ.45
24. Andre Green. «Has Sexuality anything to do with Psychoanalysis?
"IJPA(1996), 76:871-883
25. Cordelia Schmidt-Hellerau."We are Driven". Psychoanalytic
Quarterly,74:989-1028, 2005
26. Sigmund Freud. Analysis Terminable and Interminable(1937), S.E.23,
σελ.231, 238



Περικλής Τσιτσάνης
Γούναρη 96 - Μαρούσι
per3tsi@otenet.gr
Πηγή
http://www.psychoanalysis.edu.gr/blocks/images/InPages/files/metamorfosis.pdf

*Διαβάστε επίσης τους διαλόγους απ'όπου δανείστηκα την φωτογρ. http://thewallmachine.com/mjgHJc.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου